ἀναπίμπλημι
English (LSJ)
3sg.
A -πιμπλᾷ Arist.Pr.967b4:—fill up, πίθον Epigr. ap. Luc.Dips.6: but mostly,
2 metaph., accomplish what is destined, as always in Hom., πότμον ἀναπλήσαντες having filled up the full measure of their fate, Il.11.263; αἴ κε θάνῃς καὶ μοῖραν ἀναπλήσῃς βιότοιο 4.170; ἀναπλῆσαι οἶτον, κακά, ἄλγεα, κήδεα, ib.8.465, 15.132, Od.5.302, 13.307 (v.l.), cf. Hdt.5.4, 6.12, 9.87, etc.
II c. gen. rei, fill full of a thing, καὶ ξυντυχών σ' Ὑπέρβολος δικῶν ἀναπλήσει Ar. Ach.847, cf. Nu.1023, Pl.Phlb. 42a, D.20.28.
2 freq. with a notion of defiling, infecting, ὡς πλείστους ἀναπλῆσαι αἰτιῶν Pl.Ap.32c:—so in Pass., to be infected with disease, Th.2.51; ἀ. τῆς τούτου [τοῦ σώματος] φύσεως Pl.Phd. 67a, cf. Iamb.Myst.5.15.
Spanish (DGE)
• Morfología: [pres. ind. -πιμπλᾷ Arist.Pr.967b4, impf. ἀνεπίπλη Hsch.]
I 1llenar πίθον epigr. en Luc.Dips.6.
2 impregnar, cocer τὸ πῦρ τὸν κέραμον ἀναπιμπλᾷ Arist.l.c., abs. διὰ τί ὁ ἀὴρ οὐκ ἀναπίμπλησι Arist.Pr.939a29.
II fig.
1 cumplir, πότμον Il.11.263, Pi.N.10.57, κακὸν οἶτον ἀναπλήσαντες Il.8.465, αἴ κε θάνῃς καὶ πότμον ἀναπλήσῃς βιότοιο Il.4.170, μοῖραν A.R.1.1323
•sufrir κακὰ πολλά Il.15.132, Hippon.181.5, ἄλγε' ἀναπλήσειν Od.5.302, ἀγχιτόκους ὠδῖνας Nonn.D.24.197, cf. Hdt.5.4, 6.12, 9.87, A.R.4.1388.
2 llenar, impregnar, manchar de σὲ ... δικῶν ἀναπλήσει Ar.Ach.847, τῆς Ἀντιμάχου καταπυγοσύνης <σ'> ἀναπλήσει Ar.Nu.1023, τῆς αἰδοῦς ... τἄγαλμα Ar.Nu.995, τὰς λύπας τε καὶ ἡδονὰς ... τοῦ ... παθήματος Pl.Phlb.42a, cf. Ap.32c, Hp.Ma.291a, τῆς αἰσχύνης ὅλην ... τὴν πόλιν D.20.28, cf. 24.205, τὴν πόλιν ... πονηρᾶς δόξης D.20.50, ἑαυτὸν ... φόνου δικαίου Aeschin.2.88, πόλεις ... φόνου Plb.2.39.3, τὸ πρόσωπον ἐρυθήματος Plu.2.154b, λόγων πολειτικῶν (sic) ἀνεπλήσθησαν Phld.Rh.2.262
•esp. en v. med. contaminarse, infectarse en la peste ἕτερος ἀφ' ἑτέρου θεραπείας ἀναπιμπλάμενοι Th.2.51
•c. gen. τῆς τούτου (τοῦ σώματος) φύσεως Pl.Phd.67a, cf. Iambl.Myst.5.15.
German (Pape)
[Seite 202] (s. πίμπλημι), erfüllen, μοῖραν βιότοιο, das Maaß der Lebenstage erfüllen, d. h. sterben; Iliad. 4, 170 αἴ κε θάνῃς καὶ πότμον (v.l. μοῖραν) ἀναπλήσῃς βιότοιο, wo ἀναπ. π. β. mit θάνῃς παραλλήλως steht: nach Scholl. Didym. las Aristarch πότμον, die κοιναί hatten μοῖραν; ὑπ' Ἀτρείδῃ πότμον ἀναπλήσαντες ἔδυν δόμον Ἄιδος εἴσω 11, 263; οἵ κεν δὴ κακὸν οἶτον ἀναπλήσαντες ὄλωνται 8, 34. 354. 465; ἄλγε' ἀναπλήσειν Od. 5, 302; ἀναπλήσας κακὰ πολλά Iliad. 15, 132; ὅσσα τοι αἶσα κήδε' ἀναπλῆσαι Od. 5, 207. Pind. N. 10, 57 ὁμοῖον πότμον ἀμπιπλάντες (wo zuerst das praes. vorkommt); νήματα ἐπιμοίρια Leon. Tar. 93 (VII. 504); Her. 5, 4. 9, 87; oft bei Sp. D., z. B. Ap. Rh. 1, 1035; Qu. Sm. 2, 655; pass. λογαρίων ἀναπεπλησμένος. Theognet. com. Ath. III, 104 b; – anfüllen, sättigen, θυμόν, den Zorn befriedigen, Her. 6, 12. Gew. τί τινος, etwas womit erfüllen, πόλιν αἰσχύνης, πονηρᾶς δόξης, Dem. Lept. 28. 50; ἀγρυπνίαν δακρύων Plat Ax. 368 b; anstecken, Thuc. 2, 51; vgl. Ar. Nub. 1011; αἰτιῶν, in seine Schuld mit verwickeln, Plat. apol. 32 c; sich beflecken, κακίας Xen. Cyr. 2, 2, 27; vgl. Plat. Phaed. 67 a.
French (Bailly abrégé)
impf. ἀνεπίμπλην, f. ἀναπλήσω, ao. ἀνέπλησα, etc.
1 remplir en comblant la mesure ; fig. μοῖραν βιότοιο IL combler la mesure de la vie, arriver à son terme ; πότμον IL avoir la mesure comble d'une destinée malheureuse ; κακά HDT, ἄλγεα OD avoir la mesure comble de malheurs, de souffrances;
2 souiller, infecter : τινα αἰτιῶν PLAT charger qqn d'accusations infâmes.
Étymologie: ἀνά, πίμπλημι.
Russian (Dvoretsky)
ἀναπίμπλημι: Pind. ἀμπίμπλημι (fut. ἀναπλήσω, aor. ἀνέπλησα)
1 наполнять, переполнять (πίθον Luc.; перен. αἰσχύνης τὴν πόλιν Dem.; ἀγρυπνίαν δακρύων Plat.; θορύβου στρατόπεδον Plut.);
2 выполнять, перен. претерпевать, терпеть, переносить (κήδεα Hom.; πολλὰ κακά Her.): πότμον или μοῖραν ἀναπλῆσαι Hom. претерпеть свою участь, т. е. окончить свою жизнь;
3 заражать (ἕτερος ἀφ᾽ ἑτέρου ἀναπιμπλάμενοι Thuc.): ἀναπλῆσαί τινα αἰτιῶν Plat. запятнать кого-л. обвинениями.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναπίμπλημι: γ΄ ἐν. -πιμπλᾷ Ἀριστ. Προβλ. 38. 8: μέλλ. ἀναπλήσω: (ἴδε πίμπλημι)· πληρῶ μέχρι χειλέων, γεμίζω ἕως ἐπάνω, Λατ. explere, πίθον Ἐπίγραμμ. παρὰ Λουκ. π. Διψάδ. 6: - ἀλλὰ πρὸ πάντων 2) μεταφ., ἐκπληρῶ τὸ ὁρισθὲν ὑπὸ τῆς μοίρας, ὡς ἀείποτε παρ’ Ὁμ., πότμον ἀναπλήσαντες, ἐκπληρώσαντες τὸ πεπρωμένον, Ἰλ. Λ. 263· αἴ κε θάνῃς καὶ πότμον ἀναπλήσῃς βιότοιο Δ. 170· οὕτως, ἀναπλῆσαι οἶτον, κακά, ἄλγεα, κήδεα, Ὅμ., οὕτως ἐν Ἡρόδ. 5. 4., 6. 12., 9. 87, Πίνδ., κτλ. ΙΙ. μετὰ γεν. πράγμ., καταγεμίζω τινά τινος, κοὐ ξυντυχών σ’ Ὑπέρβολος δικῶν ἀναπλήσει Ἀριστοφ. Ἀχ. 847, πρβλ. Νεφ. 1023, Πλάτ. Φίλ. 42Α, Δημ. 466. 1, κτλ. 2) συχν. μετὰ τῆς ἐννοίας τοῦ μολύνειν, μιαίνειν, ὡς πλείστους ἀναπλῆσαι αἰτιῶν Πλάτ. Ἀπολ. 32C· οὕτω κατὰ παθ., ὡς τὸ Λατ. impleri (Λίβ. 4. 30), μολύνομαι ἐκ νόσου τινός, Θουκ. 2. 51· ἀν. τῆς τούτου [τοῦ σώματος] φύσεως Πλάτ. Φαίδων 67Α· πρβλ. Ρουγκ. Τίμ. ἐν λ. ἀνάπλεως.
English (Autenrieth)
fut. ἀναπλήσω, aor. ἀνέπλησα: fill up; only met., πότμον βιότοιο, ‘fulfil,’ Il. 4.170, κακὸν οἶτον, Il. 8.34; κακὰ πολλά, ‘endure to the end,’ Il. 15.132, Od. 5.207, 302.
Greek Monolingual
ἀναπίμπλημι (Α) πίμπλημι
1. (για δοχεία) γεμίζω εντελώς, ξεχειλίζω
2. εκπληρώνω το πεπρωμένο
3. υποφέρω
4. γεμίζω κάποιον με κάτι
5. παθ. μολύνομαι.
Greek Monotonic
ἀναπίμπλημι: μέλ. -πλήσω,
I. 1. γεμίζω, πληρώ, Λατ. explere, Επιγρ. παρά Λουκ.
2. μεταφ., πότμον ἀναπλήσαντες, έχοντας εκπληρώσει το απόλυτο μέτρο δυστυχίας, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, ἀναπλῆσαι οἶτον, κακά, ἄλγεα, κήδεα, σε Όμηρ., Ηρόδ. κ.λπ.
II. με γεν. πράγμ., γεμίζω ένα πράγμα, σε Αριστοφ. κ.λπ.
2. με σημασία μιάσματος, μόλυνσης, ὡς πλείστους ἀναπλῆσαι αἰτιῶν, σε Πλάτ.· ομοίως Παθ., είμαι μολυσμένος με ασθένεια, σε Θουκ., Πλάτ.
Middle Liddell
I. to fill up, Lat. explere, Epigr. ap. Luc.
2. metaph., πότμον ἀναπλήσαντες having filled up the full measure of misery, Il.; so, ἀναπλῆσαι οἶτον, κακά, ἄλγεα, κήδεα Hom., Hdt., etc.
II. c. gen. rei, to fill full of a thing, Ar., etc.
2. with a notion of defiling, infecting, ὡς πλείστους ἀναπλῆσαι αἰτιῶν Plat.; so Pass. to be infected with disease, Thuc., Plat.
Lexicon Thucydideum
infici (morbo), to be infected (with disease), 2.51.4.