δύσοδος
Ὅσον ζῇς, φαίνου, μηδὲν ὅλως σὺ λυποῦ· πρὸς ὀλίγον ἐστὶ τὸ ζῆν, τὸ τέλος ὁ χρόνος ἀπαιτεῖ. → While you live, shine; have no grief at all; life exists only for a short while, and time demands its toll.
English (LSJ)
δύσοδον, hard to pass, scarce passable, Th.1.107, Poll.3.96.
Spanish (DGE)
-ον
casi impracticable, difícil de atravesar de montañas, Th.1.107, de una región, Str.17.1.54, πέτρα I.AI 15.347, ὁδός Poll.3.96, Malch.18.119, πόλις Poll.9.22
•subst. τὸ δύσοδον = mal camino ὁ Ἀννίβας ... δυσόδοις ἐνέτυχη D.C.Epit.8.25.3.
German (Pape)
[Seite 685] unwegsam, schwer zu passiren; Thuc. 1, 107; Poll. 3, 96.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
d'accès difficile, infranchissable.
Étymologie: δυσ-, ὁδός.
Russian (Dvoretsky)
δύσοδος: непрохожий, непроезжий, бездорожный (ἡ Γερανία Thuc.).
Greek (Liddell-Scott)
δύσοδος: -ον, δυσδιόδευτος, δύσβατος, Θουκ. 1. 107, Πολυδ. Γ΄, 96.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
δύσοδος: -ον, δύσκολα προσπελάσιμος, δύσβατος, κακοτράχαλος, σε Θουκ.
Middle Liddell
δύσ-οδος, ον
hard to pass, scarce passable, Thuc.