ὀλιγαρχικός

From LSJ
Revision as of 14:38, 16 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά → you are worried and bothered about so many things, thou art careful and troubled about many things, you are worried and upset about many things

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλῐγαρχικός Medium diacritics: ὀλιγαρχικός Low diacritics: ολιγαρχικός Capitals: ΟΛΙΓΑΡΧΙΚΟΣ
Transliteration A: oligarchikós Transliteration B: oligarchikos Transliteration C: oligarchikos Beta Code: o)ligarxiko/s

English (LSJ)

ὀλιγαρχική, ὀλιγαρχικόν,
A oligarchic, oligarchical, ὀ. κόσμος Th.8.72; ξυνωμοσία Id.6.60; δίκαιον, νόμος, Arist.Pol.1280a8, 1281a37; πολιτεῖαι ib.1288a22; [πόλις] ib.1316b7; τοῦτο ὀλιγαρχικώτερον ib.1281a33. Adv. ὀλιγαρχικῶς Pl.R. 555a, D.15.33.
2 of persons, inclined to oligarchy or devoted to oligarchy, And.4.16, Lys.25.8, Pl.R. 545a, al.; οἱ ὀλιγαρχικοί, opp. οἱ δημοκρατικοί, Arist.Pol.1280a27.

German (Pape)

[Seite 320] ή, όν, die Oligarchie betreffend, von Menschen, oligarchisch gesinnt, für die Herrschaft Weniger geneigt; Thuc. 8, 72; Plat. Rep. VIII, 553 e; καὶ μισόδημος, Andoc. 4, 16; Folgde. – Adv., Plat. Rep. VIII, 555 a.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qui concerne l'oligarchie;
2 partisan de l'oligarchie.
Étymologie: ὀλιγαρχία.

Russian (Dvoretsky)

ὀλῐγαρχικός:
1 олигархический (κόσμος Thuc.; νόμος, πολιτεία Arst.);
2 сочувствующий олигархии (ἄνδρες Plut.).
IIсторонник олигархии Plat., Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλῐγαρχικός: ή, ον, ὁ ἀνήκων, ἁρμόζων εἰς ὀλιγαρχίαν ἢ ὅμοιος αὐτῇ ὀλ. κόσμος Θουκ. 8. 72· ξυνωμοσία ὁ αὐτ. 6. 60· δίκαιον, νόμος Ἀριστ. Πολιτ. 3. 9, 1., 3. 10, 5· πολιτεία αὐτόθι 3. 17, 6, κ. ἀλλ. ἡ ὀλιγαρχική = ὀλιγαρχία, αὐτόθι 8. 12, 15· τοῦτο ὀλιγαρχικώτερον αὐτόθι 3. 10, 5. - Ἐπίρρ. ὀλιγαρχικῶς, Πλάτ. Πολ. 555Α, Δημ. 200. 15. 2) ἐπὶ προσώπων, ὁ ῥέπων, ἢ ἀφωσιωμένος εἰς τὴν ὀλιγαρχίαν, Ἀνδοκ. 31. 10, Λυσ. 171. 36, Πλάτ. Πολ. 545Α, κ. ἀλλ.· οἱ ὀλιγαρχικοὶ ἐναντίον τῷ οἱ δημοτικοί, Ἀριστ. Πολιτ. 7. 3, 2.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ὀλιγαρχικός, -ή, -όν) ολιγαρχία
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στην ολιγαρχία
2. (για πρόσ.) αυτός που εμφορείται από ολιγαρχικά φρονήματα, ο οπαδός της ολιγαρχίας
νεοελλ.
φρ. «ολιγαρχικό πολίτευμα» — η ολιγαρχία.
επίρρ...
ολιγαρχικός και -ά (Α ὀλιγαρχικῶς)
με ολιγαρχικό τρόπο.

Greek Monotonic

ὀλῐγαρχικός: -ή, -όν,
1. ολιγαρχικός, αυτός που ανήκει, ταιριάζει ή είναι παρόμοιος με την ολιγαρχία, ὀλιγαρχικὸς κόσμος, σε Θουκ., Αριστ.· επίρρ. -κῶς, σε Πλάτ., Δημ.
2. λέγεται για πρόσωπα, αυτός που ρέπει σε ολιγαρχικές απόψεις, σε Πλάτ.

Middle Liddell

ὀλῐγαρχικός, ή, όν
1. oligarchical, of, for or like oligarchy, ὀλ. κόσμος Thuc., Arist.:—adv. -χῶς, Plat., Dem.
2. of persons, inclined to oligarchy, Plat.

Lexicon Thucydideum

ad paucorum imperium pertinens, pertaining to rule by a few, 6.60.1, 8.72.2.