εὐημερέω

Revision as of 17:27, 21 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Arist.''Pol.''" to "Arist.''Pol.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

(εὐήμερος)
A spend one's days cheerfully, S.El.653; ταῖσι Θήβαις εἰ… εὐημερεῖ καλῶς τὰ πρὸς σέ though your relations with Thebes are all fair weather, Id.OC616; τὸ εὐημεροῦν τῆς πόλεως the prosperous class, Arist.Pol.1308b24; πόλεις εὐημεροῦσαι ib.1322b38; εὐ. καὶ τροφὴν ἄφθονον ἔχειν thrive, Id.HA573b22; opp. χαλεπῶς ἔχειν, ib.597b10; εὐ. τοῖς σώμασι Id.GA775b16.
2 to be successful in a thing, τὴν ἐκκλησίαν -ήσας ᾠχόμην φέρων Aeschin.2.63; κάθ' ὑπερβολὴν εὐ. Thphr. Char.21.11; τῆς Αεαίνης παρὰ τῷ Δημητρίῳ -ούσης Macho ap.Ath.13.577d; of physicians, to be successful with a remedy, Gal.12.749: c.acc., τοὺς Ἐπιγόνους εὐημερήκει, of a dramatist, Ath.13.584d; of an actor, εὐ. ἐπὶ τραγῳδίας Suid. s.v. σαυτὴν ἐπαινεῖς; ἀκρόαμα εὐημεροῦν Plu.2.521f: generally, have good luck, ἐν ἅπασιν Philem.79.3, cf. Com.Adesp.110.8.

German (Pape)

[Seite 1067] heiter, ruhig, still sein, vom Wetter, u. übertr., ταῖσι Θήβαις εἰ τὰ νῦν εὐημερεῖ καλῶς τὸ πρὸς σέ Soph. O. C. 622, wenn Theben jetzt in Ruhe lebt mit dir; heiter, lustig sein, σκώπτοντος αὐτὸν τοῦ Φιλίππου καὶ εὐημεροῦντος Ath. VI, 248 d. – Gew. einen guten, glücklichen Tag haben, übh. glücklich sein, sich wohl befinden; Soph. El. 643 εὐημεροῦσαν wird ἑκάστῃ ἡμέρᾳ εὖ διάγουσαν erkl.; poet. bei D. Sic. 12, 14; τὸ εὐημεροῦν τῆς πόλεως Arist. pol. 5, 8; oft von Tieren, sich wohl befinden, im Gegensatz von κακῶς ἔχειν, H. A. 6, 19. 8, 12; vom Siege, D. Sic. 13, 16, wie Aesch. τὴν ἐκκλησίαν εὐημερήσας ῳχόμην φέρων 2, 63; ähnl. von Dichtern u. Schauspielern, mit einem Stücke Glück haben, siegen, ἀγών, ἐν ᾡ τοὺς Ἐπιγόνους εὐημερήκει Ath. XIII, 584 d, vgl. Machon ib. 577 d; ἐν ἅπασιν Philem. Ath. VII, 288 d (V. 3); θέατρον ἀκροάματος εὐημεροῦντος παρελθεῖν Plut. de curios. 13.

French (Bailly abrégé)

εὐημερῶ :
1 couler des jours heureux;
2 p. ext. avoir du bonheur ou de la chance, prospérer, réussir.
Étymologie: εὐήμερος.

Russian (Dvoretsky)

εὐημερέω:
1 счастливо проводить дни, благоденствовать: εὐ. καλῶς πρός τινα Soph. жить в полном мире с кем-л.; τὸ εὐημεροῦν τῆς πόλεως Arst. процветание города;
2 иметь счастье, одерживать успехи (ἔν τινι и ἐπί τινος Plut.);
3 быть здоровым (τοῖς σώμασι Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐημερέω: (εὐήμερος) διέρχομαι εὐτυχεῖς ἡμέρας, Σοφ. Ἠλ. 653· καὶ ταῖσι Θήβαις εἰ τανῦν εὐημερεῖ καλῶς τὰ πρὸς σέ, καὶ εἰ τὰ πάντα νῦν μεταξὺ σοῦ καὶ τῶν Θηβῶν βαίνουσι κατ’ εὐχήν, ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 616· τὸ εὐημεροῦν τῆς πόλεως, ἡ εὐημερία αὐτῆς, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 8, 13· πόλεις εὐημεροῦσαι αὐτόθι 6. 8. 22· εὐημερεῖν καὶ τροφὴν ἄφθονον ἔχειν ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 19, 1· ἀντίθετ. τῷ χαλεπῶς ἔχειν, αὐτόθι 8. 12, 10, πρβλ. 18, 1 κἑξ.· εὐ. τοῖς σώμασι ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 4. 6, 16. 2) ἐπιτυγχάνω τοῦ σκοποῦ μου, Αἰσχίν. 36. 18· ὡσαύτως ὡς τὸ νικᾶν, μετ’ αἰτ., π.χ., τραγῳδίαν εὐημερεῖν Ἀθήν. 577D, πρβλ. 484D· ἀκρόαμα εὐημεροῦν Πλούτ. 2. 521F.

Greek Monotonic

εὐημερέω: μέλ. -ήσω (εὐήμερος),·
1. περνώ τη μέρα μου με κέφι, περνώ ευτυχισμένες μέρες, σε Σοφ.· ταῖσι Θήβαις εὐημερεῖ τὰ πρὸς σέ, κι αν τα πάντα μεταξύ εσένα και των Θηβών πηγαίνουν κατ' ευχήν, στον ίδ.
2. επιτυγχάνω, πετυχαίνω σε κάτι, πετυχαίνω τον σκοπό μου, σε Αισχίν.

Middle Liddell

εὐημερέω, fut. -ήσω εὐήμερος
1. to spend the day cheerfully, live happily from day to day, Soph.; ταῖσι Θήβαις εὐημερεῖ τὰ πρὸς σέ 'tis fair weather for Thebes in relation to thee, Soph.
2. to be successful in a thing, gain one's point, Aeschin.