στημόνιον
From LSJ
οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured
English (LSJ)
τό, Dim. of στήμων 1, Arist.Pol.1265b20, Max.Tyr.21.3: στημόνια is v.l. for στήμονα in Apollod.Poliorc.169.7.
German (Pape)
[Seite 941] τό, dim. von στήμων, Arist. polit. 2, 6 u. Sp.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στημόνιον -ου, τό, demin. van στήμων, kleine schering.
Russian (Dvoretsky)
στημόνιον: τό Arst. = στήμων 1.
Greek Monolingual
τὸ, Α
βλ. στημόνι.
Greek Monotonic
στημόνιον: τό, υποκορ. του στήμων (σημ. I), σε Αριστ.
Greek (Liddell-Scott)
στημόνιον: τό, ὑποκορ. τοῦ στήμων (σημασ. Ι), Ἀριστ. Πολ. 2. 6, 14. 2) πληθ., ἐν πλέγματι, τὰ ὄρθια ξύλα εἰς ἃ τὰ εὔκαμπτα κλωνάρια ἐμπλέκονται, Ἀρχ. Μαθ. 30.