προμετωπίς
From LSJ
English (LSJ)
προμετωπίδος, ἡ,
A star on the forehead, π. χρυσαῖ, ἀργυραῖ, Callix.2.
II front of a coffin, Inscr.Magn.281 (i A.D.).
German (Pape)
[Seite 734] προμετωπίδος, ἡ, das Stirnblatt, = Vorigem, Ath. V, 200 e 202 a.
Greek Monolingual
η / προμετωπίς, προμετωπίδος, ΝΑ
νεοελλ.
1. σελίδα βιβλίου στην οποία αναγράφεται ολόκληρος ο τίτλος του
2. χώρος σελίδας περιοδικού ή εφημερίδας στον οποίο αναγράφεται ο τίτλος
3. εικόνα εκτός κειμένου η οποία τοποθετείται απέναντι από τον εσωτερικό τίτλο ενός βιβλίου
αρχ.
1. είδος κοσμήματος που τοποθετείται μπροστά στο μέτωπο («προμετωπίδες χρυσαῖ», Καλλίξ.)
2. πρόσοψη λάρνακας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προμέτωπος + επίθημα -ίς / -ίδα (πρβλ. επιγονατίδα)].
Greek (Liddell-Scott)
προμετωπίς: προμετωπίδος, κόσμημά τι ἐπὶ τοῦ μετώπου, Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 200Ε, 202Α.