προμετωπίς

From LSJ
Revision as of 06:37, 7 January 2025 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → The fool laughs even when there's nothing to laugh at

Menander
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προμετωπίς Medium diacritics: προμετωπίς Low diacritics: προμετωπίς Capitals: ΠΡΟΜΕΤΩΠΙΣ
Transliteration A: prometōpís Transliteration B: prometōpis Transliteration C: prometopis Beta Code: prometwpi/s

English (LSJ)

προμετωπίδος, ἡ,
A star on the forehead, π. χρυσαῖ, ἀργυραῖ, Callix.2.
II front of a coffin, Inscr.Magn.281 (i A.D.).

German (Pape)

[Seite 734] προμετωπίδος, ἡ, das Stirnblatt, = Vorigem, Ath. V, 200 e 202 a.

Greek Monolingual

η / προμετωπίς, προμετωπίδος, ΝΑ
νεοελλ.
1. σελίδα βιβλίου στην οποία αναγράφεται ολόκληρος ο τίτλος του
2. χώρος σελίδας περιοδικού ή εφημερίδας στον οποίο αναγράφεται ο τίτλος
3. εικόνα εκτός κειμένου η οποία τοποθετείται απέναντι από τον εσωτερικό τίτλο ενός βιβλίου
αρχ.
1. είδος κοσμήματος που τοποθετείται μπροστά στο μέτωπο («προμετωπίδες χρυσαῖ», Καλλίξ.)
2. πρόσοψη λάρνακας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προμέτωπος + επίθημα -ίς / -ίδα (πρβλ. επιγονατίδα)].

Greek (Liddell-Scott)

προμετωπίς: προμετωπίδος, κόσμημά τι ἐπὶ τοῦ μετώπου, Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 200Ε, 202Α.