δίκαιος
English (LSJ)
[ῐ], α, ον, also ος, ον E.Heracl.901 (lyr.), IT1202, D.S.5.72: (δίκη): A in Hom. and all writers, of persons, observant of custom or rule, Od.3.52; esp. of social rule, well-ordered, civilized, ὑβρισταί τε καὶ ἄγριοι οὐδὲ δ. 9.175, cf. 8.575; [Γαλακτοφάγοι] δικαιότατοι Il.13.6; [Χείρων] δικαιότατος Κενταύρων 11.832, cf. Thgn.314, 794; δ. πολίτης a good citizen, D.3.21, etc.: metaph. of the sea, Sol.12.2 (Sup.); δικαίη ζόη a civilized way of living, Hdt.2.177. Adv. δικαίως, μνᾶσθαι woo in due form, decently, Od.14.90; ὑπὸ ζυγῷ λόφον δ. εἶχον loyally, S.Ant.292. 2 observant of duty to gods and men, righteous, Od.13.209, etc.; δ. πρὸς πᾶσαν ὁμιλίην Hp.Medic. 2; ἰθὺς καὶ δ. Hdt.1.96; opp. δυσσεβής, A.Th.598, cf. 610; δ. καὶ ὅσιος Pl.Grg.507b; δικαίων ἀδίκους φρένας παρασπᾷς S.Ant.791 (lyr.); also of actions, etc., righteous, ἐπὶ ῥηθέντι δικαίῳ a thing rightly said, Od.18.414, etc. 3 ὁ δίκαιος, euphem. of a sacred snake, GDI 5056 (Crete). B later: I equal, even, well-balanced, ἅρμα δίκαιον evengoing chariot, X.Cyr.2.2.26: so metaph., νωμᾷ δικαίῳ πηδαλίῳ στρατόν Pi.P.1.86; δικαιόταται ἀντιρροπαί Hp.Art.7; δικαιότατα μοχλεύειν ibid.: hence, fair, impartial, βάσανος Antipho 1.8; συγγραφεύς Luc.Hist.Conscr.39. b legally exact, precise, τῷ δικαιοτάτῳ τῶν λόγων to speak quite exactly, Hdt.7.108, cf. Th.3.44; of Numbers, αἱ ἑκατὸν ὀργυιαὶ δίκαιαι Hdt.2.149. Adv. -αίως, πάντα δ. ὑμῖν τετήρηται D.21.3; δ. ἐξετάζειν ib.154. 2 lawful, just, esp. τὸ δ. right, opp. τὸ ἄδικον, Hdt.1.96, A.Pr.189 (lyr.), etc.; τὸ δ. τὸ νόμιμον καὶ τὸ ἴσον Arist.EN1129a34; δ. διορθωτικόν, διανεμητικόν, ib.1131b25, 27; τὸ πολιτικὸν δ. ib.1134b18; ἔστι ἐπιεικὲς τὸ παρὰ τὸν γεγραμμένον νόμον δ. Id.Rh.1374a27, cf. EN1137b12; καὶ δίκαια κἄδικα Ar. Nu.99; τὰ ἴσα καὶ τὰ δ. D.21.67; τοὐμὸν δ. my own right, E.IA810; ἐλθεῖν ἐπὶ τοῦτο τὸ δ. bring the case to this issue, Antipho6.24; οὐδὲν τῶν δ. ποιεῖν τινί not to do what is just and right by a man, X.HG5.3.10; τὰ δ. ἔχειν, λαμβάνειν, receive one's due, Id.An.7.7.14, 17; τὰ δ. πράττεσθαι πόλιν give a city its deserts, A.Ag.812; ἐκ τοῦ δικαίου, = δικαίως, Ar.Av.1435, cf. Th.2.89; so ἀπὸ τοῦ δικαίου, τῶν δικαίων, Inscr.Prien.50.8 (ii B. C.), 123.8 (i B. C.); μετὰ τοῦ δ. Lys.2.12, D.21.177; τὸ δίκαιον lawful claim, ἃ ἔχομεν δίκαια πρός . . Th.3.54, cf. D. 21.179, Plu.Luc.3, etc.; τὰ πρὸς ἀλλήλους δ. mutual obligations or contracts, Plb.3.21.10; ἐπὶ συγκειμένοις τισὶ δικαίοις on certain agreed terms, D.H.3.51. Adv. -αίως rightly, justly, Hdt.6.137; μεῖζον ἢ δ. A.Ag.376 (lyr.); καὶ δ. καὶ ἀδίκως And.1.135. II of persons and things, meet and right, fitting, δ. τοῦδε τοῦ φόνου ῥαφεύς A.Ag.1604; κόσμος οὐ φέρειν δ. Id.Eu.55; ἵππον δ. ποιεῖσθαί τινι make a horse fit for another's use, X.Mem.4.4.5, cf. Cyn.7.4 (ἵππος δ. τὴν σιαγόνα having a good mouth, Poll.1.196). b normal, σχήματα Hp.Art.69; φύσις Id.Fract.1 (Sup.). 2 real, genuine, γόνος S.Fr.[1119]; ποιῶν τὰ ἐν τῇ τέχνῃ δ. Supp.Epigr.2.184.7 (Tanagra, ii B. C.). Adv., εἴπερ δικαίως ἐστ' ἐμός really and truly mine, S.Aj.547, cf.Pl.Cra.418e. 3 ὁ δ. λόγος the plea of equity, Th.1.76. Adv. -αίως with reason, Id.6.34, cf. S.OT675: Comp. -ότερον Ar.V.1149, etc.; also -οτέρως Isoc. 15.170: Sup. -ότατα Ar.Av.1222; Aeol. δικαίτατα IG12(2).526c17 (Eresus). III ψυχὴ ἐς τὸ δ. ἔβη 'the land of the leal', IG7.2543.3 (Thebes). C in Prose, δίκαιός εἰμι, c. inf., δίκαιοί ἐστε ἰέναι you are bound to come, Hdt.9.60, cf. 8.137; δ. εἰμεν ἔχειν Id.9.27; δ. εἰμι κολάζειν I have a right to punish, Ar.Nu.1434, cf. S.Ant.400; δ. ἐστι περιπεσεῖν κακοῖς Antipho 3.3.7; δ. εἰσι ἀπιστότατοι εἶναι they have most reason to distrust, Th.4.17; δ. βλάπτεσθαι Lys.20.12; δ. ἐστιν ἀπολωλέναι dignus est qui pereat, D.6.37; ὁ σπουδαῖος ἄρχειν δ. has a right to... Arist.Pol.1287b12; with a non-personal subject, ἔλεος δ. ἀντιδίδοσθαι Th.3.40: less freq. in Comp. and Sup., δικαιότεροι χαρίσασθαι Lys.20.34; δικαιότατος εἶ ἀπαγγέλλειν Pl.Smp.172b; but δίκαιόν ἐστι is also found, Hdt.1.39, A.Pr.611, etc.: pl., δίκαια γὰρ τόνδ' εὐτυχεῖν S.Aj.1126, cf. Tr.495, 1116; δικαίως ἄν, c. opt., Pl. Phdr.276a. [δικαίων with penult. short in Orph.Fr.247.2; cf. οὐ δίκαον· οὐ δίκαιον, Hsch.]
German (Pape)
[Seite 626] (δίκη), zuweilen 2 End.; Eur. Heracl. 902; I. T. 1202; vgl. Aesch. Spt. 626; u. bei Sp., wie D. Sic. 5, 72 u. Alciphr. 3, 23; – der nach Sitten. Brauch handelt (vgl. δίκη), z. B. οὐκ ἐθέλουσι δικαίως μνᾶσθαι Od. 14, 90. Gew. = gerecht, der seine Pflichten gegen Götter u. Menschen erfüllt, von Hom. an überall; im Ggstz von δυσσεβής, Aesch. Spt. 580, wo es 592 neben σώφρων, ἀγαθός, εὐσεβής steht; Χείρων ist δικαιότατος Κεντααρων, Il. 11, 832, von Epaphroditos in den Scholl. φιλοξενώτατος erklärt; denn die Pflichten gegen Fremde sind bes. im δίκαιος einbegriffen, machen den Menschen zum wohlgesitteten; vgl. Odyss. 6, 120 τέων αὖτε βροτῶν ἐς γαῖαν ἱκάνω; ἦ ῥ' οἵ γ' ὑβρισταί τε καὶ ἄγριοι οὐδὲ δίκαιοι, ἦε φιλόξεινοι, καί σφιν νόος ἐστὶ θεουδής. Uebrigens ist zu Iliad. 11, 832 in den Scholl. noch bemerkt τὸ ὑπερθετικὸν κεῖται ἀντὶ τοῦ ἀπολύτου· ἔστι δὲ ὁ μόνος ἐν Κενταύροις δίκαιος. ὅμοιον δὲ τούτῳ τὸ »μελάντερον ἠύτε πίσσα (Iliad. 4, 277)«; also etwa »der (sehr) gerechte unter den Centauren«. Iliad. 13, 6 Ἀβίων τε, δικαιοτάτων ἀνθρώπων, vgl. Scholl. Bei Plat. Gorg. 507 b wird δίκαιος auf das Verhalten gegen die Menschen, ὅσιος auf das gegen die Götter bezogen; περὶ τὴν πόλιν, Ar. Plut. 588. – Nach Arist. Eth. Nic. 5, 2, 8 διώρισται τὸ δίκαιον τό τε νόμιμον καὶ τὸ ἶσον. Insbesondere ist δίκαιος: – a) gleichmäßig; ἅρμα οὐ δίκαιον ἀδίκων ίππων συνεζευγμένων Xen. Cyr. 2, 2, 26, was B. A. 344 εὐπειθές erkl. wird, ein gleichmäß gehender Wagen od. übh. ein tüchtiger; u. so von Sachen: tüchtig, brauchbar, was so ist, wie es sein soll; βοῦς, ἵππος, Xen. Mem. 4, 4, 5; ἵππος δ. τὴν γνάθον, mit gleichweichen Kinnbacken, Poll. 1, 196, im Ggstze von ἑτερόγναθος; vom Acker, dem πονηρόν entgeggstzt, Xen. Cyr. 8, 3, 38; – αἱ ἑκατὸν ὀργυιαὶ δίκαιαί εἰσι στάδιον ἑξάπλεθρον Her. 2, 149, gerade, vollkommen 100 Klafter. – Aber auch ἰητρός, Hippocr.; συγγραφεύς, Luc. hist. conscr. 39. – b) gesetzmäßig, recht; πηδάλιον Pind. P. 1, 86; λόγος Aesch. Suppl. 168; ψῆφος Eum. 675; γνώμη Soph. El. 551; μέμψις Ar. Plut. 10; λογισμός, richtig, Dem. 60, 32; καὶ ὀρθὴ ὁδός 18, 15; auch καὶ ὀρθὴ καὶ ἀδιάφθορος ψυχή 18, 298; καὶ προσήκουσα ἀπολογία 19, 202, u. öfter κρίσις, αἰτία u. ä., bes. bei den Rednern; χάριν παρασχεῖν Soph. O. C. 1494, gebührenden, wie Dem. 38, 25; δίκαια λέγειν, πράττειν, Soph. O. R. 280 O. C. 829; Plat. Gorg. 460 b u. sonst; – τὸ δίκαιον, das Recht, Aesch. Prom. 187; Ar. Ach. 645; τὸ δίκαιον οὕτω ἔφερε, das Recht brachte es so mit sich, Her. 7, 137; μετὰ τοῦ νόμου καὶ τοῦ δικαίου Plat. Apol. 32 c, u. oft bei den Rednern; auch = ein Rechtsgrund; δίκαια, ἃ ἔχομεν Thuc. 3, 54; ὑπάρχει μοι καὶ τοῦτο τὸ δίκαιον Dem. 12, 21; vgl. 22, 70; τὰ τούτου τοῦ ἀγῶνος δίκαια 25, 1; τὰ τῶν προγόνων καλὰ καὶ δίκαια, Ehre u. Recht, 18, 63; τὰ παρ' ἐμοῦ δ. Aesch. 1, 196; δίκαια λέγειν, Recht haben, Soph. O. R. 280; Thuc. 2, 72; aber τὰ δίκαια πράξασθαί τινα, Einen zur gebührenden Strafe ziehen, Aesch. Ag. 812; adverb., τό γε δίκαιον, und das mit Recht, Plat. Crat. 412 d; ὥς γε τὸ δίκαιον Legg. II, 659 b; ὥςπερ τὸ δ., wie es recht ist, Lach. 181 c; τῶν δικαίων τυγχάνειν, sein Recht erlangen, D. Hal. 5, 66; τὰ δίκαια ἔχειν, λαμβάνειν, vom gebührenden Solde, Xen. An. 7, 7, 14. 17; vgl. Hell. 7, 4, 4; τὰ δ. τοῖς ξένοις ποιεῖν Plut. Dion. 40; πάντα τὰ δίκαια ποιεῖν τινι, Einem alles erweisen, was er billiger Weise erwarten kann, Arat. 48. Auch gegenseitige rechtliche Verhältnisse, Verträge, τὰ πρός τινα δ. Pol. 3, 21, 10; τὰ πρὸς Σύλλαν δ. Plut. Lucull. 3; ἐπὶ συγκειμένοις τισὶ δικαίοις D. Hal. 3, 51. – Die Vbdgn ἐκ τοῦ δικαίου, σὺν τῷ δικαίῳ, κατά u. παρὰ τό δίκαιον s. unter den Präpositionen. – Sehr gewöhnl. δίκαιόν ἐστι, mit folgdm inf., τὸν σέβοντ' εὐεργετεῖν Aesch. Eum. 695; ἐμὲ φράζειν, es ist recht, billig, daß ich sage, Her. 1, 39; Plat. u. A.; wofür noch üblicher die Attraction: δίκαιός εἰμι τῶνδ' ἀπηλλάχθαι κακῶν, es ist billig, daß ich befreit bin, Soph. Ant. 396; vgl. Ar. Nubb. 1265; δίκαιός εἰμι οὔνομα τοῦτο φέρεσθαι, ich verdiene, Her. 1, 32; u. so bei Att.; Thuc. 1, 40; δίκαιοί εἰσιν ἀπιστότατοι εἶναι, sie sind berechtigt, bes. mißtrauisch zu sein, 4, 7; δίκαιοί ἐστε γνώμην ἔχειν, ἐλεεῖν, Andoc. 1, 3; Is. 5, 35; δικαιότατος γὰρ εἶ τοὺς λόγους ἀπαγγέλλειν, es ziemt sich, daß du gerade, Plat. Conv. 172 b, wie auch Xen. An. 5, 9, 3 οὓς ἐδόκουν δικαιοτάτους εἶναι die richtige Lesart ist; τούτου τὴν αἰτίαν ἔχειν οὗτός ἐστιν δ., es ist recht, daß er, Dem. 18, 4; – Sp. Der Zusammenhang entscheidet, ob es zu übersetzen: werth, befugt, verpflichtet sein. – Adv. δικαίως, z. B. μνᾶσθαι (s. oben), gerechter, billiger Weise, bei Dichtern u. in Prosa; δικαίως ἐμός Soph. Ai. 456, in Wahrheit mein eigen. – Compar. gew. δικαιότερος, nach E. M. 31, 8 u, Eust. 1441, 23 auch δικαιέστερος; – δικαιοτέρως, Isocr. antid. §. 181; δικαιότατα, Ar. Av. l 222.