συντυχία
γενέται καὶ πατρὶς ἔχουσιν ὀστέα → my parents and my fatherland have my bones
English (LSJ)
Ion. -ιη, ἡ,
A occurrence, happening, incident, freq. with a qualifying epithet, ἀγαθή Thgn.590 = Sol.13.70; σ. κρυόεσσα Pi.I.1.38; δεινὴ καὶ μεγάλη Hdt.3.43; κατὰ σ. ἀγαθήν Ar.Av.544 (lyr.); καλὴ ἡ ξ, the conjuncture is fair, Th.1.33; ἐρωτικὴ ξ. an incident of a love-affair, Id.6.54: without any qualifying word, μεταλλαγαὶ συντυχίας changes of fortune, E.HF766 (lyr.); σ. τις τοιαύτη ἐπεγένετο Hdt.3.121; συντυχίῃ ταύτῃ χρησαμένη Id.5.41; θυμοῦμαι τῇ ξ. Ar.Ra.1006 (anap.); ὡς ἑκάστοις τῆς ξυντυχίας . . ἔσχεν according to the circumstances of each party, Th.7.57; ἅμα τοῦ ἔργου τῇ ξ. at the very moment of action, Id.3.112; ἀπὸ τοιαύτης ξ. Id.5.11; κατὰ συντυχίην by chance, Hdt.3.74, 9.21; κατά τινα σ. Plb.10.32.3, Gal.16.837; κατὰ σ. also, as it happens, as a matter of fact, OGI 331.19 (Pergam., ii B.C.): pl., the chances or incidents of life, circumstances, Th.3.45. 2 abs. also, acc. to the context, of good or evil chances, a happy event, success, Pi.P.1.36 (pl.); συντυχίῃ χρησάμενος καὶ σοφίῃ Hdt.1.68; θεῶν ἐπὶ συντυχίαις the happy issues due to them, S.Ant.157 (anap.). b mishap, mischance, ξυντυχίᾳ βαρυνόμενοι Cratin.166, cf. E.Tr.1119 (anap.), El.1358 (anap.), Pl. Phdr.248c, etc. c μειράκιον . . ἀποσκορακίσαν τὴν τοῦ Πυθαγόρου σ. the intervention of P., Iamb.VP25.112.
Greek (Liddell-Scott)
συντῠχία: Ἰων. -ίη, ἡ, σύμπτωσις, τυχαία περίπτωσις, συγκυρία, τύχη, τὸ δὲ εἶδος τῆς συντυχίας ὁρίζεται δι’ ἐπιθέτου, ἀγαθὴ Θέογν. 590, Σόλων 13. 70· σ. κρυόεσσα Πινδ. Ι. 1, 54· δεινὴ καὶ μεγάλη Ἡρόδ. 3. 43· κατὰ σ. ἀγαθὴν Ἀριστοφάν. Ὄρν. 544· καλὴ ἡ ξ., ἡ περίπτωσις εἶναι καλή, Θουκ. 1. 33· ἐρωτικὴ ξ., συμβὰν ἐρωτικόν, ὁ αὐτ. 6. 54· ― ἀκολούθως ἄνευ προσδιορισμοῦ, μεταλλαγαὶ ξυντυχίας, μεταβολαὶ τῆς τύχης, Εὐριπ. Ἡρακλ. Μαιν. 766· σ. τις τοιαύτη ἐγένετο Ἡρόδ. 3. 121· συντυχίῃ ταύτῃ χρᾶσθαι ὁ αὐτ. 5. 41· θυμοῦμαι τῇ ξ. Ἀριστοφάν. Βάτρ. 1006· ὡς ἑκάστοις τῆς ξυντυχίας… ἔσχεν, κατὰ τὴν τύχην ἢ τὰς περιστάσεις ἑκάστου, Θουκ. 7. 57· ἅμα τοῦ ἔργου τῇ ξ., κατ’ αὐτὴν τὴν στιγμὴν τῆς ἐνεργείας, ὁ αὐτ. 3. 112· ἀπὸ τοιαύτης ξ. ὁ αὐτ. 5. 11· κατὰ συντυχίην, ἐκ τύχης, κατὰ τύχην, τυχαίως, Ἡρόδ. 3, 74., 9. 21· κατά τινα σ. Πολύβ. 10. 32, 3· ― ἐν τῷ πληθ., τὰ συμβεβηκότα, αἱ τύχαι τοῦ βίου, αἱ περιστάσεις, Θουκ. 3. 45. 2) ἀπολ., ὡσαύτως, κατὰ τὴν τοῦ λόγου συνέχειαν ἐπὶ καλῆς ἢ κακῆς τύχης, ἐπὶ εὐτυχίας ἢ δυστυχίας, α) εὐτυχὲς συμβάν, ἐπιτυχία, Πινδ. Π. 1. 70· συντυχίῃ χρᾶσθαι καὶ σοφίῃ Ἡρόδ. 1. 66· θεῶν ἐπὶ συντυχίαις, ἐπὶ ταῖς εὐτυχίαις, αἱ ὁποῖαι ἐξ αὐτῶν προέρχονται, Σοφ. Ἀντ. 158. β) δυστυχία, δυστύχημα, συντυχίᾳ βαρυνόμενοι Κρατῖν. ἐν «Πλούτῳ» 7, πρβλ. Εὐρ. Τρῳ. 1119, ἐν Ἠλ. 1358, Ἡρ. Μαιν. 766. Πλάτ. Φαῖδρ. 248C. ΙΙ. μεταγεν., συναναστροφή, γνωριμία, Συνεσ. Ἐπιστ. 100, κτλ.