τῆμος
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
Dor. τᾶμος, Adv.
A then, thereupon. answering to the relat. ἦμος (q.v.), Il.23.228, Hes.Op.488,585, S.Tr.533 (nowhere else in Trag.), Theoc.13.27: freq. folld. by another Particle, ἦμος... τ. ἄρα Il.7.434, Od.4.401, etc.; τ. δὴ . . 12.441: also antec. to εὖτε, εὖτ' ἀστὴρ ὑπερέσχε... τ. δὴ . . Od.13.95: without any corresponding relat., h.Merc.101, Hes.Op.559, A.R.4.1400; so τ. δὲ . . Od.7.318, Hes.Op.670.-- The Att. words are τηνικάδε, τηνικαῦτα, II in A.R.4.252, καὶ τῆμος even to-day; Thess. τημελ-τᾶμος (τᾶμον), q.v.
German (Pape)
[Seite 1108] (nach Buttm. Lexil. II p. 228 aus τῇ ἦμαρ entstanden, eigtl. τῆμαρ, wie αὐτῆμαρ, schwerlich richtig), adv., da, damals, dann, darauf; meist von der vergangenen Zeit; im Nachsatze dem ἦμος des Vordersatzes entsprechend; Il. 23, 228; Hes. O. 490. 581; Soph. ἦμος ὁ ξένος θροεῖ – τῆμος θυραῖος ἦλθον, Trach. 530; τῆμος ἄρα, Il. 7, 434. 24, 289 Od. 4, 401; h. Ven. 171; Hes. O. 424; τῆμος δέ, 672; τῆμος δή, Od. 12, 441; τῆμος, ὅτε, Jac. A. P. p. 420; auch einem Vordersatze mit εὖτε entsprechend, Od. 13, 95; absolut ohne Vordersatz, H. h. Merc. 101, Hes. O. 561; ἐς τῆμος, Od. 7, 318, bei Bekker αὔριον ἔς· τῆμος δέ geschr. – Bei Ap. Rh. 4, 252 bedeutet es heute.
Greek (Liddell-Scott)
τῆμος: Δωρικ. τᾶμος, Ἐπίρρ., τότε, κατ’ ἐκεῖνον τὸν χρόνον, ἀεὶ ἐπὶ χρόνου παρῳχημένου, ἀνταποδιδόμενον εἰς τὸ ἀναφορ. ἦμος (ὃ ἴδε), ἦμος δ’ ἐωσφόρος εἶσι φόως ἐρέων ἐπὶ γαῖαν..., τῆμος πυρκαϊὴ ἐμαραίνετο Ἰλ. Ψ. 228, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 486. 583· ἦμος, φίλαι, κατ’ οἶκον ὁ ξένος θροεῖ..., τῆμος θηραῖος ἦλθον εἰς ὑμᾶς λάθρα Σοφ. Τρ. 533 (τὸ μόνον Ἀττικ. χωρίον ἔνθα ἡ λέξις ἀπαντᾷ), Θεόκρ. 13. 25· - συχνότερον ἀκολουθεῖ ἕτερον μόριον, ἦμος..., τῆμος ἄρα Ἰλ. Ζ. 434, Ὀδ. Δ. 401, κλπ.· τ. δή... Ὀδ. Μ. 441· τ. δέ... Η. 318, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 668· - ὡσαύτως ὡς ἀντίστοιχον τῷ εὖτε, εὖτ’ ἀστὴρ ὑπερέσχε..., τ. δή... Ὀδ. Ν. 95· τῆμος, ὅτε Ἀνθ. Π. 8. 26, 10· - ἀπολ., ἄνευ τινὸς συνδέσμου πρὸς ἀποδίδοσιν, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 101, Ἡσιόδ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 557. - Αἱ Ἀττικ. λέξεις εἶναι τηνικάδε, τηνικαῦτα. ΙΙ. παρ’ Ἀπολλ. Ροδ. Δ. 252, καὶ τῆμος καὶ σήμερον.