ἅγιος
English (LSJ)
[ᾰ], α, ον,
A devoted to the gods: I in good sense, sacred, holy: 1 of things, esp. temples, ἈΦροδίτης ἱρὸν ἅ. Hdt. 2.41; ἱρο'ν Ἡρακλέος ἅ. ib.44, cf. Pl.Criti.116c, X.HG3.2.19; θηρίον Antiph.147.7; νηὸν ἐπὶ τῷ χάσματι Ἥρης ἅ. ἐστήσατο Luc.Syr.D.13: generally, θυσίαι, ξυμβόλαια, Isoc.10.63, Pl.Lg.729e (Sup.); μητρός.. ἐστι πατρὶς ἁγιώτερον Id.Cri.51a; ὅρκος ἅ. Arist.Mir.834b11; ἅ., τό, temple, OGI56.59 (Canopus), LXX Ex.26.33, al., cf. Ep.Heb.9.2; τὸ ἅ. τῶν ἁγίων Holy of Holies, LXX l. c.; τὰ ἅ. τῶν ἁ. 3 Ki.8.6, etc., cf. Ep.Heb.9.3. 2 of persons, holy, pure, Ar.Av.522 (anap.); λαὸς ἅ. Κυρίῳ LXX De.7.6, al.; οἱ ἅ. the Saints, 1 Ep.Cor.6.1,al.; πνεῦμα ἅ. the Holy Spirit, Ev.Matt.3.11, al. Adv. ἁγίως καὶ σεμνῶς ἔχειν Isoc. 11.25. II in bad sense, accursed, execrable, Cratin.373, Eust. 1356.59.—Never in Hom., Hes., or Trag. (who use ἁγνός); rare in Att. (v. supr.). (Possibly cognate with Skt. yajati 'sacrifice'.)
German (Pape)
[Seite 14] (vgl. ἅγος, ἅζω), c. gen., heilig, einer Gottheit geweiht; ἱερὸν θεοῦ ἅγιον Her. 2, 41; ἱερὸν μάλα ἅγιον Xen. Hell. 3, 2, 14; θυσία Isocr. 10, 63, wo vor Bekk. ἁγίους θυσίας stand; Ἀφροδίτης 2, 41; so auch Isocr. Areop. 49; superlat. Xen. Hell. 3, 2, 14; Plat. Critia 116 c; Sp.; – absolut, ehrwürdig, Ar. Av. 522; scheuerregend, rein (σεβάσμιος, καθαρός); mit σεμνός verbunden, νοῦς Plat. Soph. 249 a; πατρίς Crit. 51 a; auch allein, τόπος Legg. X, 904 d; συμβόλαια V, 279 c; ἁγιώτατα σώματα Plut. Symp. 5, 7, 5. Bei Tragikern findet sich das Wort nicht. denn Aesch. Suppl. 858 ist zw. L. – Sehr häufig im N. F. heilig, rein, abgesondert. In der Bdtg: verflucht, wie sacer, μιαρός, Cratin. in B. A. p. 337. Auch adv. ἁγίως.
Greek (Liddell-Scott)
ἅγιος: [ᾰ], -α, -ον, (ἅγος ἢ ἄγος), ὁ καθιερωμένος τοῖς θεοῖς, Λατ. sacer, ὅθεν I. ἐπὶ καλῆς σημασίας, ἱερός, ἅγιος· περὶ πραγμάτων, ἰδίως ναῶν, Ἀφροδίτης ἱρὸν ἅγιον, Ἡρόδ. 2. 41· ἱρὸν Ἡρακλέους ἅγιον, αὐτ. 44· πρβλ. Πλάτ. Κριτί. 116C, Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 19. ― Ἐν τοῖς χωρίοις τούτοις ἡ γεν. λαμβάνεται πολλάκις ὡς ἐξηρτημένη ἐκ τοῦ ἅγιον, = ἀφιερωμένον εἰς τὴν Ἀφροδίτην, κτλ.· ἀλλὰ πιθανῶς τοῦτο εἶνε ἐσφαλμένον· ἀλλ᾿ ὅμως οὕτω πρέπει νὰ ἔχῃ τὸ πρᾶγμα ἐν Λουκ. Συρ. Θ. 13 (νηὸν ἐπὶ χάσματι Ἥρης ἅγιον ἐστήσατο): ― καθόλου, θυσίαι, ξυμβόλαια, Ἰσοκρ. 218D, Πλάτ.· μητρός… ἐστι πατρὶς ἁγιώτερον, ὁ αὐτ. Κρίτ. 51Α. ὅρκος ἅγ., Ἀριστ. θαυμ. ἀκ. 57. 1: τὸ ἅγιον, ὁ ναός, Ἑβδ., κτλ.· τὰ ἅγια τῶν ἁγίων, τὸ ἄδυτον· αὐτ. Πρβλ. Ἐπιστ. Ἑβρ. θ΄. 3. 2) ἐπὶ προσώπων, ἅγιος, εὐσεβής, ἁγνός, Ἀριστοφ. Ὄρν. 522 (ἀνάπ.): ― Ἐπίρρ. ἁγίως καὶ σεμνῶς ἔχειν, Ἰσοκρ. 226C. Συχν. παρὰ τοῖς Ἑβδ., Κ. Δ., κτλ. ΙΙ. ἐπὶ κακῆς σημασίας, ἐπικατάρατος, μιαρός, ἐναγής, ὡς τὸ Λατ. sacer, Κρατῖν. Ἄδηλ. 35, Ἀντιφ. Λύκ. 7, Εὐστ. 1356. 59. ― Ἡ λέξις οὐδαμοῦ εὑρίσκεται παρ’ Ὁμ. ἢ Ἡσ. καὶ εἶνε σπανία παρ’ Ἀττ. (ἴδε ἀνωτ.) οὐδ’ εὑρίσκεταί που παρὰ τοῖς Τραγ. οἵτινες μεταχειρίζονται ἀντ’ αὐτῆς τὸ ἁγνός, Pors. Εὐρ. Μήδ. 752.