σκυθρωπός

From LSJ
Revision as of 10:03, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_16)

μηδεμίαν εἶναι προθεσμίαν τῆς ἐπιλήψεως → there shall be no limit of time set to making a claim

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκυθρωπός Medium diacritics: σκυθρωπός Low diacritics: σκυθρωπός Capitals: ΣΚΥΘΡΩΠΟΣ
Transliteration A: skythrōpós Transliteration B: skythrōpos Transliteration C: skythropos Beta Code: skuqrwpo/s

English (LSJ)

όν, also ή, όν Hp.Epid.3.17.ιδ, Ephor.Fr.96J., Plu. 2.417c, etc.: (σκυθρός, ὤψ):—

   A of sad or angry countenance, sullen, E. Med.271, Hipp.1152; ὄμμα καὶ πρόσωπον Id.Ph.1333; σ. τοῖς ξένοις Id.Alc.774; ἐπὶ τοῖς κακοῖς X.Mem.3.10.4; opp. ἱλαρός, φαιδρός, ib. 2.7.12, 3.10.4; also of affected gravity, D.45.68, Aeschin.3.20: τὸ σ.,= sq., E.Alc.797, cf. Pl.Smp.206d. Adv., -πῶς ἔχειν X.Mem.2.7.1: Comp. -ότερον with greater severity, J.BJ6.2.7.    II of things, gloomy, sad, melancholy, γῆρας E.Ba.1252; ὁδός Archyt. ap. Stob.3.1.105 (Comp.); μέλη Paus.10.7.5; ἡμέρα Plu.Dem.30 (Sup.).    2 of colour, sad-coloured, dark and dull, of the river Μέλας, Him.Or.23.22; of wine, ib.9.4.

German (Pape)

[Seite 906] zornig, unwillig, mürrisch, traurig von Ansehen od. Miene; πρὸς μὲν οἰκέτας θέτο σκυθρωπὸν ἐντὸς ὀμμάτων γέλων κεύθουσα, Aesch. Ch. 727; Eur. Hipp. 1152 Med. 271; σκυθρωποὺς ὀμμάτων ἕξω κόρας, Or. 1319, vgl. Phoen. 1343; Ar. Lys. 707; σκυθρωπὸν καὶ λυπούμενον, Plat. Conv. 206 d; Xen. Cyr. 1, 4, 14; ἐπὶ τοῖς ἀγαθοῖς φαιδροί, ἐπὶ δὲ τοῖς κακοῖς σκυθρωποί, Mem. 3, 10, 4; auch adv., σκυθρωπῶς ἔχειν, 2, 7, 1; dem σύννους gegenüberstehend, Isocr. 1, 15; βουλή, vom Areopag, Aesch. 3, 20; Dem. u. Folgde; σκυθρωπότατον τοῦ θανάτου, Plut. non posse 10. Auch dreier Endgn, Lob. Phryn. 105. – Von der Farbe, dunkel, trübe, Ggstz von λαμπρός, Jac. Philostr. imagg. p. 378, lect. Stob. p. 53.

Greek (Liddell-Scott)

σκυθρωπός: -όν, ὡσαύτως ἡ, Ἱππ. 1114Α, Ἐφόρ. Ἀποσπ. 155, Πλούτ. 2. 417C, κλπ., πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 105· (σκυθρός, ὤψ)· - ὁ φαινόμενος ὡς ὠργισμένος, ἔχων ὄψιν τεθλιμμένην ἢ ὠργισμένην, δυσηρεστημένος, κατηφής, Εὐρ. Μήδ. 271, Ἱππ. 1172· γέλως Αἰσχύλ. Χο. 738· ὄνομα, πρόσωπον Εὐρ. Φοίν. 1333, κτλ.· σκ. τινι ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 774· ἐπὶ τινι Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 4· ἀντίθετον τῷ ἱλαρός, φαιδρός, αὐτόθι 2. 7, 12., 3. 10, 4· - ὡσαύτως ἐπὶ προσπεποιημένης σοβαρότητος, Δημ. 1122. 20, Αἰσχίν. 56. 31· - τὸ σκυθρωπόν, = τῷ ἑπομ., Εὐρ. Ἄλκ. 797, πρβλ. Βάκχ. 1252, Πλάτ. Συμπ. 206D. - Ἐπίρρ. σκυθρωπῶς ἔχειν Ξεν. Ἀπομν. 2. 7, 1. ΙΙ ἐπὶ πραγμάτων, κατηφές, μελαγχολικόν, λυπηρόν, γῆρας Εὐρ. Βάκχ. 1252· σκυθρωποτέρα ὁδός Ἀρχύτ. παρὰ Στοβ. 13. 2· μέλη Παυσ. 10. 7. πύλαι Πλουτ. Δημοσθ. 30, κτλ.· - ἐπὶ χρώματος, ὁ ἔχων χρῶμα μελαγχολικόν, σκοτεινὸς καὶ ἀμυδρός, Λατ. tristis, ἀντίθετον τῷ λαμπρός, Ἰακώψ. εἰς φιλοστ. Εἰκ. σ. 378.