λελίημαι

From LSJ
Revision as of 10:08, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_1)

νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λελίημαι Medium diacritics: λελίημαι Low diacritics: λελίημαι Capitals: ΛΕΛΙΗΜΑΙ
Transliteration A: lelíēmai Transliteration B: leliēmai Transliteration C: leliimai Beta Code: leli/hmai

English (LSJ)

old Ep. pf.,

   A strive eagerly, Il., but only in part. λελῐημένος, λ. ὄφρα τάχιστα ὤσαιτ' Ἀργείους 5.690, cf. 4.465: as Adj., eager, βάν ῥ' ἰθὺς Δαναῶν λελιημένοι 12.106, cf. 16.552: in later Ep. c. gen., eager for a thing, λελιημένοι ἠπείροιο A.R.1.1164: also 3sg. plpf. with inf., αὐδῆσαι λελίητο Id.3.1158, cf. 646, 4.1009: 2sg. pf., λελίησαι ἀκούειν Theoc.25.196, cf. Orph.Fr.280.4: 3pl. plpf. λελίηντο prob. cj. in Id.L.118.    II in phys. sense, αἰθὴρ ἐκτὸς ἔσω λελιημένος rushing, Emp.100.18.

German (Pape)

[Seite 28] (λαω, λιλαίομαι, eigtl. perf. dazu, statt λελίλημαι), begierig trachten, streben, Hom. nur im part. λελιημένος, adjectivisch gebraucht, hastig, voll Begier, ungestüm, ἕλκειν, Il. 4, 465, παρήϊξεν, 5, 690, βὰν ἰθὺς Δαναῶν λελιημένοι, 16, 552. Bei Ap. Rh. auch c. gen., λελιημένοι ἠπείροιο, 1, 1165; λελίητο ἰδέσθαι, er begehrte zu sehen, Orph. Arg. 1259; λελίητο αὐδῆσαι, Ap. Rh. 3, 1158.

Greek (Liddell-Scott)

λελίημαι: (ἴδε ἐν λέξ. λάω Β), ἀρχ. Ἐπικ. πρκμ. μὲ σημ. ἐνεστ., προθυμοῦμαι, προσπαθῶ, Ἰλ., ἀλλὰ μόνον ἐν τῇ μετοχ. λελῐημένος, λελ. ὄφρα τάχιστα ὤσαιτ’ Ἀργείους Ε. 690· ἀλλὰ συχν. ὡς ἁπλοῦν ἐπίθ., πρόθυμος, ἕλκε δ’ ὑπὲκ βελέων λελιημένος Δ. 465· βάν ῥ’ ἰθὺς Δαναῶν λελιημένοι Μ. 106, πρβλ. ΙΙ. 552· παρὰ μεταγεν. Ἐπικ. μετὰ γεν., πρόθυμος διά τι, ἐπιθυμῶ τι, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1164· ὡσαύτως εὔχρηστον παρ’ αὐτῷ ἐν τῷ γ΄ ἑν. ὑπερσ. μετ. ἀπαρ., λελίητο αὐδῆσαι Γ. 1158, πρβλ. 646., Δ. 1109, Θεόκρ. 25. 196· ὡσαύτως β΄ ἑν. πρκμ. λελίησαι, καὶ γ΄ πληθ, ὑπερσ. λελίητο παρὰ τῷ Ὀρφ., Μαξίμ. ἴδε Lehrs Qu. Ep. σ. 293. ΙΙ. ἐπὶ φυσικῆς σημασ., αἰθὴρ ἐκτὸς ἔσω λελιημένος, ὁρμῶν..., Ἐμπεδ. 360, Ἡσύχ.