Στύξ

From LSJ
Revision as of 10:16, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_10)

ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Στύξ Medium diacritics: Στύξ Low diacritics: Στυξ Capitals: ΣΤΥΞ
Transliteration A: Stýx Transliteration B: Styx Transliteration C: Styks Beta Code: *stu/c

English (LSJ)

ἡ, gen. Στῠγός, (στυγέω)

   A the Styx, i.e. the Hateful, Il.8.369: also the nymph of this river, Hes.Th.361.    2 a well of fatal coldness in Arcadia, Hdt.6.74, Str.8.8.4, Paus.8.18.5.    II as Appellat., monster, reptile, ἄτρωτον . . ὑπὸ στυγός (στύγος cod.M) A.Ch. 532 (sed leg. στύγους).    2 piercing chill, as of frost, in pl., αἱ στύγες εἰσδύονται εἰς τὰ σώματα Thphr.CP5.14.4.    3 hatred, abhorrence, esp. of mankind, Alciphr.3.34.    4 = σκώψ, Ant.Lib.21.5, Hygin. Fab.28.4 Rose, Hsch.: cf. στρίξ.

Greek (Liddell-Scott)

Στύξ: ἡ, γεν. Στυγός, (ἴδε στυγέω) δηλ. ἡ στυγουμένη, ποταμὸς ἢ, κατὰ τὸν Σχολ. Ὁμήρου, «κρήνη ἐν Ἄιδου», Ἰλ. Θ. 369, εἰς ἣν ὤμνυον οἱ θεοὶ τοῦ Ὁμήρου τοὺς φρικωδεστάτους αὐτῶν ὅρκους, ἴδε ἐν λ. ὅρκος· - ὡσαύτως, ἡ νύμφη τοῦ ποταμοῦ τούτου, πρεσβυτάτη τῶν θυγατέρων τοῦ Ὠκεανοῦ καὶ τῆς Τηθύος, Ἡσ. Θ. 361. 2) πηγή τις λίαν ψυχρὰ ἐν Ἀρκαδίᾳ καὶ ἐκ τούτου θανατηφόρος, ἴδε Ἡρόδ. 6. 74, Στράβ. 389, Παυσ. 8. 18. ΙΙ. ὡς προσηγορ., τρομερὸν τέρας, ἑρπετόν, ἄτρωτον ... ὑπὸ στυγὸς Αἰσχύλ. Χο. 532 (ἔνθα ὅμως ὁ Schütz διώρθωσε στύγους). 2) παγερν καὶ διαπεραστικὸν ψῦχος, ἐν τῷ πληθ., αἱ στύγες εἰσδύονται εἰς τὰ σώματα Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 5. 14, 4. 3) μῖσος, ἀποστροφή, μάλιστα τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, Ἀλκίφρων 3. 34.