ἀπαρτάω

From LSJ
Revision as of 10:16, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_13b)

οὐετρανοὶ οἱ χωρὶς χαλκῶν → veterans who have not received bronze copies of the privileges granted on discharge

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπαρτάω Medium diacritics: ἀπαρτάω Low diacritics: απαρτάω Capitals: ΑΠΑΡΤΑΩ
Transliteration A: apartáō Transliteration B: apartaō Transliteration C: apartao Beta Code: a)parta/w

English (LSJ)

   A hang up: ἀ. δέρην strangle, E.Andr.412; swing freely, of a stone in a sling, Arist.Mech.852b1:—Pass., hang loose,X.Eq.10.9, Arist.Aud.802a38; ἀπό τινος πρός τι Id.GA740a29; ἔκ τινος Luc. Pisc.48; τινός Babr.17.2.    2 metaph., make dependent upon, ἀ. ἐλπίδας ἐξ ἑαυτοῦ Luc.Tim.36:—Med., make dependent on oneself, νόμοις τὸ πλῆθος Plu.CG8.    II detach, separate, τὸν λόγον τῆς γραφῆς D.18.59, cf. Arist.Rh.1407a24:—Pass., ὥστε τὴν χώραν πολὺ τῆς πόλεως ἀπηρτῆσθαι Id.Pol.1319a34; ὁ πλεύμων . . πολὺ ἀπηρτημένος τῆς καρδίας Id.HA508a33; οἱ πόροι . . ἀπήρτηνται ἀλλήλων, opp. συμπίπτουσι, ib.495a18:—but that from which one is separated is often omitted, and the Pass. used absolutely, ἀπηρτημένοι καὶ ταῖς παρασκευαῖς καὶ ταῖς γνώμαις detached, D.4.12; συνεχεῖς καὶ οὐκ ἀπηρτημένοι not detached, Arist.HA509b13, cf. 506b19, al.; of Time, τοῖς καιροῖς οὐ μακρὰν ἀπηρτῆσθαι Plb.12.17.1, cf. Plu. TG3; λόγος ἀπηρτημένος discrepant, Str.7.3.2; λίαν ἀπηρτ. far different, Ph.1.300, cf. Phld.Rh.1.288 S.    III intr. in Act., remove oneself, go away, ἐς ἀλλοτρίαν ἀπαρτᾶν Th.6.21, cf. D.C.40.15; to be away, distant, ἀπό τινος Id.51.4; πρὶν ἀπαρτηθῆναι 44.38 is perh. f.l. for ἀπαντ-.

German (Pape)

[Seite 280] 1) aufhängen, etwas, daß es wovon herabhängt, ἀπαρτῆσαι δέρην Eur. Andr. 413; übertr., τὰς ἐλπίδας ἔκ τινος, die Hoffnung auf Einen setzen, Luc. Tim. 36; – pass., herabhangen, ἀπήρτηται Xen. de re equ. 10, 9; ἀπήρτηνται ἀλλήλων Arist. H. A. 1, 16; ἀπηρτημένος τούτοις, in Uebereinstimmung damit, Plut. cons. ad Apoll. p. 326; – 2) sich entfernen, εἰς ἀλλοτρίαν ἀπαρτῆσαι Thuc. 6, 21; häufiger trans., entfernen, z. B. λόγον γραφῆς Dem. 18, 58; pass., getrennt sein, ἀπηρτημένοι ταῖς παρασκευαῖς, dem πλησίον ὄντες entggstzt, Dem. 4, 12; τοῖς καιροῖς οὐ μακρὰν ἀπηρτῆσθαι Pol. 12, 17; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαρτάω: μέλλ. -ήσω, κρεμῶ ἀπό τινος, ἀναρτῶ, Ἀριστ. Μηχαν. 12. 1· ἀπ. δέρην, στραγγαλίζω, ἀπαγχονίζω, Εὐρ. Ἀνδρ. 412: - Παθ., κρέμαμαι χαλαρῶς, τὸ δὲ ἄλλο ἀπήρτηται Ξεν. Ἱππ. 10. 9, Ἀριστ. π. Ἀκουστ. 35· ἀπό τινος π. Ζ. Γεν. 2. 4, 38· ἔκ τινος Λουκ. Ἁλ. 48· τινος Βάβρ. 17. 2. 2) μεταφ. κάμνω ὥστε νὰ ἐξαρτᾶταί τι ἔκ τινος, ἀπ. ἐλπίδας ἐξ ἑαυτοῦ Λουκ. Τίμ. 36. ΙΙ. ἀποσπῶ, ἀποχωρίζω, ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ συναρτάω, τὸν λόγον τῆς γραφῆς Δημ. 244. 27, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 3. 35, 2: - Παθ. ὥστε τὴν χώραν πολὺ τῆς πόλεως ἀπηρτῆσθαι ὁ αὐτ. Πολιτικ. 6. 4, 14· ὁ πλεύμων... πολὺ ἀπηρτημένος τῆς καρδίας ὁ αὐτ. Ἱστ. Ζ. 2. 17, 23· οἱ πόροι… ἀπήρτηνται ἀλλήλων, ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ συμπίπτουσι, αὐτόθι 1. 16, 7: - ἀλλὰ συχνάκις παραλείπεται τὸ ἀφ’ οὗ τις ἀποχωρίζεται καὶ τὸ παθ. κεῖται ἀπολύτως, ἀπηρτημένοι καὶ ταῖς παρασκευαῖς καὶ ταῖς γνώμαις, κεχωρισμένοι, μὴ συνηνωμένοι, Δημ. 43. 23· συνεχῶς καὶ οὐκ ἀπηρτημένοι, μὴ ἀπεσπασμένοι Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 3. 1, 5, πρβλ. 2. 15, 14, κ. ἀλλ.· ἐπὶ χρόνου, τοῖς καροῖς οὐ μακρὰν ἀπηρτῆσθαι Πολύβ. 11. 17, 1, πρβλ. Πλουτ. Τιβ. Γράκχ. 3· λίαν ἀπηρτ., κατὰ πολὺ διάφορος, Φίλων 1. 300. ΙΙΙ. κατὰ τὸ φαινόμενον ἀμετάβ. ἐν τῷ ἐνεργ., ἀπέρχομαι, ἐς ἀλλοτρίαν ἀπαρτᾶν Θουκ. 6. 21, ἐκτὸς ἂν τὰς κομιδὰς παραληφθῇ ἐκ τῆς προηγ. προτάσεως: εἶμαι μακράν, ἀπέχω, ἀπό τινος Δίων Κ. 51. 4: - Κατὰ τὸν Ἡσύχ. «ἀπαρτῆσαι· χωρίσαι, διαστῆσαι», κατὰ δὲ τὸν Σουΐδ. «ἀπαρτῆσαι, κρεμάσαι, ἀπαρτίσαι δὲ τὸ τελειῶσαι».