πρυμνός
English (LSJ)
ή, όν, Ep.Adj.
A hindmost, undermost, end-most, π. βραχίων the end of the arm (where it joins the shoulder), Il.13.532, 16.323; π. γλῶσσα, κέρα, σκέλος, ὦμος, the end of the [limb] next the body, 5.292, 13.705, 16.314, Od.17.504; ὕλην π. ἐκτάμνειν cut off at the root, Il.12.149; δόρυ π. the lowest part of a spear-head (where it joins the shaft), 17.618; [λᾶας] πρυμνὸς παχύς broad at base, opp. ὕπερθεν ὀξύς, 12.446; πέτραι τε [πρ] υμναί broad-based rocks, prob. in E.Antiop.p.21 A.: Sup. πρυμνότατος Od.17.463; cf. πρύμνα, πρυμνόν; Hsch. has πρυμνός· κάτωθεν βαρύς, ἢ πλοῦτος.
German (Pape)
[Seite 801] der äußerste, letzte, hinterste; βραχίων, das äußerste Ende des Armes, womit der Arm an der Schulter ansitzt, Il. 13, 532. 16, 323; γλῶσσα, 5, 292; σκέλος, ἔνθα πάχιστος μυὼν ἀνθρώπου πέλεται, 16, 314; auch κέρας, 13, 705; u. so von Gliedern immer der Theil, der dem Leibe zunächst ist, die Wurzel; πρυμνὴν ὕλην ἐκταμόντες, 12, 149, das Holz am untersten Ende, an der Wurzel abhauen; δόρυ πρυμνόν, das untere Ende der Lanzenspitze, 17, 618, Schol. ἐπιδορατίς; auch im superl., πρυμνότατον κατὰ νῶτον, Od. 17, 463; substantivisch gebraucht, πρυμνὸν θέναρος, Il. 5, 339 (vgl. πρύμνα); Pind. πρυμνοῖς ἀγορᾶς ἔπι, P. 5, 87, an dem äußersten Ende des Marktes; ἀπὸ πρυμνᾶς Ὄσσας ἱερὰς νάπας, Eur. El. 445; sp. D. – Es ist verwandt mit πρέμνον u. wird im E. M. von πείρω, περάω abgeleitet.
Greek (Liddell-Scott)
πρυμνός: -ή, -όν, Ἐπικ. ἐπίθ., ὁ ἔσχατος, τελευταῖος, Ὅμ.· πρυμνὸς βραχίων, τὸ ἔσχατον μέρος τοῦ βραχίονος (ἔνθα συνδέεται πρὸς τὸν ὦμον), Ἰλ. Ν. 532, Π. 323· πρ. γλῶσσα, κέρας, σκέλος, ὦμος, ἐν ἅπασι δὲ τούτοις σημαίνει τὸ πρὸς τὸ σῶμα ἔσχατον μέρος τοῦ μέλους, δηλ. τὴν ῥίζαν αὐτοῦ, Ἰλ. Ε. 292, Ν. 705., Π. 314, Ὀδ. Ρ. 504· οὕτως, ὕλην πρυμνὴν ἐκτάμνοντες, κόπτοντες τὰ δένδρα τοῦ δάσους ἐκ τῆς ῥίζης, Ἰλ. Μ. 149· δόρυ πρυμνόν, τὸ κατώτατον μέρος τῆς αἰχμῆς δόρατος, καθ’ ὃ δηλ. συνάπτεται μετὰ τοῦ ξύλου, Ρ. 618· λᾶας... πρυμνὸς παχύς, πλατὺς κατὰ τὴν βάσιν, ἀντίθετ. τῷ ὕπερθεν ὀξὺς (ὅπερ ἕπεται), Μ. 446· ὑπερθ. πρυμνότατος Ὀδ. Ρ. 463 - περὶ τοῦ πρύμνη ναῦς, ἴδε ἐν λέξ. πρύμνα· ἴδε ὡσαύτως πρυμνόν, τό. (Κατὰ τὸν Μέγαν Ἐτυμ. ἐκ τοῦ πείρω, περάω· -συγγενές τῷ πρέμνον).