καταψεύδομαι

From LSJ
Revision as of 10:31, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_5)

πάρειμι δ' ἄκων οὐχ ἑκοῦσιν, οἶδ' ὅτι → I'm here unwilling, before those who don't want me, I'm sure

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταψεύδομαι Medium diacritics: καταψεύδομαι Low diacritics: καταψεύδομαι Capitals: ΚΑΤΑΨΕΥΔΟΜΑΙ
Transliteration A: katapseúdomai Transliteration B: katapseudomai Transliteration C: katapseydomai Beta Code: katayeu/domai

English (LSJ)

fut. -ψεύσομαι: pf. -έψευσμαι D.55.8, Ep.3.35: also in pass. sense, as also aor. -εψεύσθην, v.infr. 11:—

   A tell lies against, speak falsely of, τινος Ar.Pax533, Lys. 16.8, Antipho 2.4.7, Pl.R.381d, D.21.134, etc.; κ. τινὸς πρός τινα accuse falsely to another, Plu. Them.25, Phoc.33: abs., Hyp.Lyc.8.    2 allege falsely against, τί τινος And. 1.8, Pl.Euthd.283e, R.391d; τὰ πλεῖστα κατεψεύσατό μου D.18.9; ἑαυτοῦ μωρίαν D.H.4.68.    3 say falsely, pretend, ὡς . . E.Ba.334; feign, invent, τι D.18.11.    4 c. gen., make a pretence of, ὕπνου Luc.Asin.7; give a false account of, γένους Arist.Pr.950b6; τῶν πραγμάτων J.BJ Prooem.1.    II Pass., to be falsely reported, Ἑλληνικὸς ὅρκος -ψεύδεται Theon Prog.2; τὰ κατεψευσμένα false allegations, Antipho 5.19; to be falsely accused, προδότης εἶναι κατεψεύσθη Philostr.Her.10.7, cf.VA5.24.    2 of writings, to be falsely attributed, τινος to one, Ael.VH12.36: abs., to be spurious, Ath.15.697a, Plu.2.833c.    3 to be wrong, in error, Phld.Mus.p.103 K., Str.9.2.33: c.gen., about... Sor.1.14, 2.4.

Greek (Liddell-Scott)

καταψεύδομαι: ἀποθ., μέλλ. -ψεύσομαι: πρκμ. -έψευσμαι Δημ. 1274. 4, πρβλ. 1483. 5, ἀλλ’ ὡσαύτως ἐπὶ παθητ. ἐννοίας ὡς καὶ ὁ ἀόρ. -εψεύσθην, ἴδε κατωτέρω ΙΙ. Λέγω ψεύδη ἐναντίον τινός, ὁμιλῶ ψευδῶς περί τινος, τινος Ἀριστοφ. Εἰρ. 533, Λυσ. 146. 21, Πλάτ. Πολ. 381D, Δημ. 558. 26· οὗτοι δι’ ἔχθραν καταψεύδονταί μου, καταψευδομαρτυροῦμαι 559, 14· κατ. τινος πρός τινα, ψευδῶς κατηγορῶ τινα πρὸς ἄλλον, Πλουτ. Θεμιστ. 25, Φωκ. 33. 2) ἀναφέρω ψευδῶς ἐναντίον, τί τινος Ἀντιφῶν 120. 5, Ἀνδοκ. 2. 18, Πλάτ. Εὐθύδ. 283Α, Πολ. 391D· τὰ πλεῖστα κατεψεύσατό μου Δημ. 228. 9. 3) λέγω ψευδῶς, πλάττω, προφασίζομαι, καταψεύδου καλῶς ὡς ἔστι θεὸς Εὐρ. Βάκχ. 334· προσποιοῦμαι, ὑποκρίνομαι, ἐπινοῶ, ἃ κατεψεύδου καὶ διέβαλλες Δημ. 229. 2, Διον. Ἁλ. 4. 68. 4) μετὰ γεν., ὑποκρίνομά τι, προσποιοῦμαι, ὕπνου Λουκ. Ὄν. 7· ἢ, δίδω ἐσφαλμένην πληροφορίαν περί τινος, τοῦ γένους Ἀριστ. Προβλ. 28. 3, πρβλ. Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πολ. προοίμ. ΙΙ. ὡσαύτως ὡς παθ., ψευδῶς ἀναφέρομαι, κατ’ ἐνεστ., Θεοπόμ. Ἱστ. παρὰ Θέων. Προγυμν. 2· ἐν τῷ πρκμ., τὰ κατεψευσμένα, ψευδεῖς διαβεβαιώσεις ἢ ἰσχυρισμοί, Ἀντιφῶν 131. 85· ἐν τῷ ἀορ., προδότης εἶναι κατεψεύσθη, ψευδῶς κατηγορήθη, Φιλόστρ. 714. 2) ἐπὶ συγγραμμάτων, ψευδῶς ἀποδίδομαι, τινος, εἴς τινα· εἰμὴ οὐκ εἰσὶν Ἡσιόδου τὰ ἔπη, ἀλλ’ ὡς πολλὰ καὶ ἄλλα κατέψευσται αὐτοῦ Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 12. 36· ἀπολ., εἶμαι νόθος, Ἀριστοτέλης ἐν τῇ Ἀπολογίᾳ, εἰ μὴ κατέψευσται ὁ λόγος Ἀθήν. 697Α, Πλουτ. Θεμ. 2.