ὑγιὴς
Greek (Liddell-Scott)
ὑγιὴς: [ῠ], ές, γεν. έος· δοτ. ὑγιεῖ· αἰτ., Ἰων. ὑγιέα Ἡρόδ. 1. 8, κλπ., Ἀττικ. ὑγιᾶ Θουκ. 3. 34, Πλάτ., Ξεν., Ἑλληνικῶς ὑγιῆ (Θωμ. Μάγ. 365, Μοῖρ. 375), ὅπερ εὕρηται ἐν Ἀντιγράφοις τοῦ Πλάτ., οἷον ἐν Φαίδωνι 89D, Νόμ. 875Ε, Ἑλλ. Ἐπιγρ. 804· - δυϊκῶς ὑγιῆ, Πλάτ. Τίμ. 88Β· - οὐδ. πληθ. ὑγιᾶ (Θωμ. Μάγ. ἔνθ’ ἀνωτ.), ἀλλὰ ὑγιῆ ἐν Πλάτ. Νομ. 684C 735Β· γεν. ὑγιῶν αὐτόθι C. - Συγκρ. καὶ Ὑπερθετ. ὑγιέστερος, -ατος, Ἐπίχ. παρ’ Ἀθην. 59C, Πλάτ.· ἀλλ’ ὑπάρχει ἀνώμαλος τύπος ὑγιώτερος παρὰ Σώφρονι ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμ. 774. 41. (Ἐκ τῆς √ΥΓ (εἰς ἣν ἐν τῇ Ἑλληνικῇ προστίθεται τὸ ι) παράγονται ὡσαύτως τὰ ὑγίεια, ὑγιηρός, ὑγιαίνω, ὑγιάζω· πρβλ. Σανσκρ. ug-ras (validus)· Ζενδ. vaz (robozo)· Λατ. veg-eo (excito), veg-etus, vig-eo, vig-or, vig-il· Λιθ. ug-is (incrementum) καὶ ἐξ ἐκτεταμένης ῥίζης aug ἢ ôg, Σανσκρ. ôg-as (vigor)· Λατ. aug-eo· Λιθ. áug-u (crescere)· Γοτθ. auk-un (αὔξειν). Αἱ ῥίζαι αὗται πρέπει νὰ εἶναι συγγενεῖς τῇ √ FΕΞ, ἀ έξω, αὐξάνω, κλτ.). Ὡς καὶ νῦν, ὑγιής, πλήρης ὑγείας, ἐν καλῇ τοῦ σώματος καταστάσει, Λατιν. sanus, ὑγιέα ἀποδέξαι ἢ ποιεῖν τινα Ἡρόδ. 3. 130, 133· ὑγιῆ σώματα ἀπεργάζεσθαι Πλάτ. Νόμ. 684C· τὸ ὑγιὲς τοῦ σώματος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ νοσοῦν, ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 186Β· ὑγιὴς τὸ δῆγμα, τεθεραπευμένος ἐκ τοῦ δήγματος, Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 13 - Παροιμ. ἐπὶ τῶν πάνυ ὑγιαινόντων, ὑγιέστερος κολοκύντης ἢ ὄμφακος, Ἐπίχ. ἔνθ’ ἀνωτ. Φώτ· οὕτως, ὑγιέστερος κρότωνος ἢ Κρότωνος Μένανδρ. ἐν «Λοκροῖς» 1, πρβλ. Στράβ. 262. 2) ἐπὶ τῆς καταστάσεώς τινος, σῶς καὶ ὑγιής, καλῶς ἔχων κατὰ πάντα, Ἡρόδ. 4. 76, Θουκ. 3. 34, καὶ Πλάτ. 3) ἐπὶ πραγμάτων, ἐν καλῇ καταστάσει, ἐπὶ τῶν Ἑρμῶν, Λυσί. 104. 16 ἐπὶ πλοίων, Θουκ. 8. 107· κόσμος Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 13· τὸ ἔδαφος καὶ οἱ τοῖχοι Ἀριστ. π. Θαυμασ. 123. ΙΙ. ὑγιὴς τὰς φρένας, ὀρθῶς σκεπτόμενος ἢ φρονῶν, Σιμων. 9 (12) 11, Πλάτ. κλπ.· φρένες ὑγιεῖς Εὐριπ. Βάκχ. 948 ὥσπερ ὑγ. τις Πλάτ. Πολ. 372Ε· ἦθος αὐτόθ. 409D, κλπ.· ὑγιεστάτη ψυχὴ ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 526D. 2) ἐπὶ λόγων, γνωμῶν, καὶ τῶν τοιούτων, ὑγιής, φρόνιμος, σοφός, ὑγ. μῦθος Ἰλ. Θ. 524 (τὸ μόνον χωρίον ἐν ᾧ ἀπαντᾷ λέξις ἐκ τῆς οἰκογενείας ταύτης τῶν λέξεων παρ’ Ὁμήρῳ)· ὑγ. δόξαι Πλάτ. Πολ. 584Ε· εἴ τι ὑγιὲς διανοοῦνται Θουκ. 4. 22, πρβλ. Πλάτ. Θεαίτ. 194Β. 3) τὸ πλεῖστον μετ’ ἀρνήσ., λόγος οὐχ ὑγ. Ἡρόδ. 1. 8· οὐδὲν ὑγ. βούλευμα ὁ αὐτ. 6. 100 οὕτω παρ’ Ἀττ., ὦ μηδὲν ὑγιὲς μηδ’ ἐλεύθερον φρονῶν Σοφ. Φιλ. 1006, πρβλ. Εὐρ. Ἀνδρ. 448 οὐδὲν ὑγ. διανοεῖσθαι Θουκ. 3. 75· οὐδὲν ὑγ. λέγειν Εὐριπ. Φοίν. 201, Ἀριστοφάν. Θεσμ. 636, πρβλ. Πλ. 274, κλπ.· φέρειν, ἀσκεῖν, ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 956, Πλ. 50· οὐδὲν ὑγ. οὐδ. ἀληθὲς ἔχειν Πλάτ. Φαίδων 69Β· - ὡσαύτως ἐπὶ προσώπων, τὰς οὐδὲν ὑγιὲς Ἀριστοφάν. Θεσμ. 394· πανοῦργον, ἄδικον, ὑγιὲς μηδὲ ἓν ὁ αὐτ. ἐν Πλ. 37· - ὡσαύτως μετὰ γενικ., οὐδ’ ἦν ἄρ’ ὑγ. οὐδὲν ἐμπύρου φλογὸς Εὐρ. Ἑλ. 746· φεῦ· ὡς οὐδὲν ἀτεχνῶς ὑγ. ἐστιν οὐδενὸς Ἀριστοφ. Πλ. 362, πρβλ. 870, Πλάτ. Φαίδων 90C, Γοργ. 524Ε, Πολ. 584Α, κλπ.· οὕτω, ὑγ. οὐδὲν ἔτι λέγω τῶν ὀργίων Εὐρ. Βάκχ. 262, πρβλ. Κύκλ. 259· ἐπ’ οὐδενὶ ὑγιεῖ οὐδ’ ἀληθεῖ Πλάτ. Πολ. 603Β, πρβλ. Φαῖδρ. 242Ε, Λυσ. 114. 32. ΙΙΙ. Ἐπίρρ., ὑγιὲς φθέγγεσθαι, ὅταν δοκιμάζῃ τις ἀγγεῖον πήλινον διὰ κρούσεως ἂν εἶναι «γερόν», εἴτε ὑγιὲς εἴτε σαθρὸν φθέγγεται Πλάτ. Θεαίτ. 179D. 2) κανονικὸν ἐπίρρ. ὑγιῶς, ἐν ὑγείᾳ, διάγειν Ἀθήν. 46F· - ὀρθῶς, κρίνειν, φιλοσοφεῖν Πλάτ. Πολ. 409Α, 619D· πολιτεύεσθαι Δημ. 325. 17. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑγιῶς· ὀρθῶς, σώως, ὁλοκλήρως, ἐρρωμένως, καὶ εἴ τι ὅμοιον».