τρόφιμος

From LSJ
Revision as of 11:13, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_17)

δέξαι μ' ἐς τὸ σὸν τόδε στέγος → receive me into the urn containing his ashes, receive me into this mansion of yours

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρόφῐμος Medium diacritics: τρόφιμος Low diacritics: τρόφιμος Capitals: ΤΡΟΦΙΜΟΣ
Transliteration A: tróphimos Transliteration B: trophimos Transliteration C: trofimos Beta Code: tro/fimos

English (LSJ)

ον, also ος, η, ον, v. infr.:—

   A nourishing, nutritious, γάλα -ώτατον Arist. HA523a11, cf. Pr.927a22 (Comp.), Phld.Sign.27, Sor.1.94, al., Gal. 6.382; opp. ἄτροφος, Thphr.CP6.4.5: c. gen., γᾶ τρόφιμε τῶν ἐμῶν τέκνων E.Tr.1302 (lyr.), cf. Ion235 (lyr.); also ὕδωρ τὸ περὶ κηπείας τ. Pl.Lg.845d; τ. κλυστῆρες nutritive enemata, Lycusap. Orib.8.34tit.    II Subst. τρόφιμος, ὁ, a slave's young master, ὁ τ. σου Men.Epit.Fr.1, cf. Epit.160, Pk.74, al., Com.Adesp.24.20, 25.41 D.; rendered erilis filius by Ter.Andr.602, Eun.289, Phorm.39, v. Donat. ad locc.: metaph., ἡ βουλὴ τὸν ἑαυτῆς τ. καὶ εὐεργέτην SIG879.10 (Erythrae, iii A. D.): ἡ τροφίμη the mistress, Poll.3.73.    2 neut. τρόφιμον, τό, maintenance, sustenance, BGU297.21 (i A. D.); τ. δουλικόν PMich.Teb.121vi18, al. (i A. D.): esp. food-supply of Alexandria, Just.Edict.13.26, PKlein.Form.328.4 (vi A. D., cf. Arch.Pap.5.294): τροφίμη σύνταξις contract for board, AP9.175 (Pall.).    III Pass., nursling, foster-child, παῖς τ. τίνος; E.Ion684 (lyr.), cf. Archipp.23, Pl.Plt.272b; ὁ τ., freq. in Inscrr., IG22.3969,3.3396, etc., and Pap., POxy.1491.10 (iv A. D.), etc.; τ. ἀδελφός PCair.Preis. 42.6 (iii/iv A. D.); fem. τροφίμη POxy.903.6 (iv A. D.): οἱ τ. our nurslings, pupils, Pl.R.520d, cf. Lg.804a; τ. τῆς ἀρετῆς Luc.Bis Acc.6, cf. AP10.52 (Pall.) :—at Sparta, οἱ τ. were young persons too poor to pay their quota to the φιλίτια, and brought up as companions of the richer class, who paid for them, X.HG5.3.9 :— also τ. κύνες dogs kept in the house, Ael.NA11.13, 16.31.    2 of bodies, healthy, strong, well-nourished, Hp.Aër.20 (Comp.); of plants, flourishing, luxuriant, Thphr.CP1.15.4 (Comp.).    3 τ. κύημα viable, capable of life, opp. ἀνεμιαῖον, Poll.2.6.

German (Pape)

[Seite 1153] auch 2 Endgn, – 1) Nahrung gebend, nährend, nahrhaft; Plat. Legg. VIII, 845 d; Ggstz ἄτροφος; τὰ τρόφιμα, das zur Nahrung Dienende; γῆ τρόφιμος τέκνων, fruchtbar an Kindern, Eur. Troad. 1302; τρόφιμα μέλαθρα τῶν τυράννων, Ion 235; – ὁ τρόφιμος, der Brotherr, Hausherr. – 2) Zögling, vgl. Poll. 3, 50; fremdes Kind, das Einer wie das seinige erzieht, παῖς ὅδ' ἀμφὶ ναοὺς σέθεν τρόφιμος, Eur. Ion 684; Plat. Polit. 272 b Legg. VII, 804 a; Xen. Hell. 5, 3, 9 steht ξένοι τῶν τροφίμων καλουμένων, bei den Spartanern, die Schneider im Vergleich mit Ath. VI, 271 = μόθακες oder μόθωνες erkl.; Ἀθηνᾶς Polem. 1, 35.

Greek (Liddell-Scott)

τρόφῐμος: -ον, καὶ ος, η, ον, ἴδε κατωτ. 2· (τροφή)· θρεπτικός, ὠφέλιμος, παρέχων τροφήν, γάλα τροφιμώτατον Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 21, 7, πρβλ. Προβλ. 21. 2· ἀντίθετον τῷ ἄτροφος, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 6. 4, 5· μετὰ γεν., γᾶ τρόφιμε τῶν ἐμῶν τέκνων Εὐρ. Τρῳ. 1302, πρβλ. Ἴωνα 235· ὡσαύτως, ὕδωρ τὸ περὶ κηπείας τρ. Πλάτ. Νόμ. 845D· - ὡς οὐσιασ., τὰ τρόφιμα, ὡς καὶ νῦν, τὰ χρησιμεύοντα πρὸς τροφήν, Ὠριγέν. IV, 453C, Θεοφ. 215. 2) ὡσαύτως ὡς οὐσιαστ., τρόφιμος, ὁ, ὁ θρέψας, ὁ δεσπότης, ὁ τρόφιμός σου Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 312· ὡσαύτως, ὁ νέος κύριός τινος ἢ δεσπότης, herilis filius (ὡς μεταφράζει ὁ Terent. ἐν Andria 2. 2, 58, ἴδε Donat, ἐν τόπῳ)· ἡ τροφίμη, ἡ δέσποινα, ἡ κυρία, Ἀνθ. Π. 9. 175, Πολυδ. Γ΄, 73. ΙΙΙ. Παθ., ὁ τραφεὶς ὑπό τινος, θετὸς υἱός, παῖς τρ. τινος Εὐρ. Ἴων 684, πρβλ. Ἄρχιππον ἐν «Ἰχθύσιν» 6, Πλάτ. Πολιτικ. 272Β· ὁ τρόφιμος, συχν. ἐν Ἐπιγραφαῖς, Συλλ. Ἐπιγρ. 914 (παράρτημα), 995, κ. ἀλλ.· - οἱ τρόφιμοι, οἱ μαθηταί, Πλάτ. Πολ. 520D, πρβλ. Νόμ. 804Α· τῆς ἀρετῆς τρ. Λουκ. Δὶς Κατηγ. 6, πρβλ. Ἀνθ. Π. 10. 52· - ἐν Σπάρτῃ, οἱ τρόφιμοι ἦσαν νέοι μὴ δυνάμενοι διὰ πενίαν νὰ καταβάλλωσι τὸ μέρος αὑτῶν εἰς τὰ φιλίτια καὶ ἀνετρέφοντο ὡς ἑταῖροι τῶν πλουσίων, οἵτινες ἐδαπάνων ὑπὲρ αὐτῶν, Ξεν. Ἑλλ. 5. 3, 9, πρβλ. Sturz. Λεξικ. καὶ ἴδε ἐν λ. μόθων· - ὡσαύτως, τρ. κύνες, οἱ ἐν τῇ οἰκίᾳ τηρούμενοι καὶ τρεφόμενοι, Αἰλ. π. Ζ. 11. 13., 16. 31. 2) ἐπὶ σωμάτων, ὑγιής, ἰσχυρός, Ἱππ. π. Ἀέρ. 292· ἐπὶ φυτῶν, θαλερός, ὀργῶν, εὐθαλής, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 15, 4. 3) τ. κύημα, ζῶν, δυνάμενον νὰ ζήσῃ, ἀντίθετ. τῷ ἀνεμιαῖον, Πολυδ. Β΄, 6.