αἰανής

From LSJ
Revision as of 11:33, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_12)

αἰψηρὸς δὲ κόρος κρυεροῖο γόοιο (Odyssey 4.103) → satiety in grief comes soon

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰᾱνής Medium diacritics: αἰανής Low diacritics: αιανής Capitals: ΑΙΑΝΗΣ
Transliteration A: aianḗs Transliteration B: aianēs Transliteration C: aianis Beta Code: ai)anh/s

English (LSJ)

Ion. αἰηνής, ές, poet. word,

   A δεῖπνον αἰηνές Archil.38; αἰανὴς κόρος, κέντρον, λιμός, Pi.P.1.83, 4.236, I.1.49: also in Trag. (not E.), Νυκτὸς αἰανῆ τέκνα A.Eu.416; νυκτὸς αἰ. κύκλος S.Aj.672; αἰ. νόσος A.Eu.479,942 (lyr); αἰ. βάγματα Id.Pers.636 (lyr.); αἰ. πάνδυρτον αὐδάν ib.941 (lyr.); Πέλοπος . . ἱππεία, ὡς ἔμολες αἰ. τᾷδε γᾷ S.El.506; of Time, εἰς τὸν αἰ. χρόνον A.Eu.572, IG9(1).886.2 (Corcyra); eternal, θεός Lyc.928. Adv. αἰανῶς for ever, A.Eu.672:— αἰανός, Hsch., Suid. s.v. λεύκη ἡμέρα, and v.l. in A.Eu.416,479, S.Aj.672, El.506, is dub. (Prob. fr. αἰεί, everiasting, perpetual, hence in bad sense, wearisome, persistent.)

Greek (Liddell-Scott)

αἰᾱνής: Ἰων. αἰηνής, ές, παλαιὰ ποιητ. λέξις πρῶτον παρ’ Ἀρχιλ. 38· δεῖπνον αἰηνές, ἔπειτα παρὰ Πινδ., αἰανὴς κόρος, κέντρον, λιμός, Π. 1. 161., 4. 420, Ἴ. 3. 4· - ἀκολούθως παρ’ Αἰσχύλ. κ. Σοφ., νυκτὸς αἰανῆ τέκνα, Εὐμ. 416· νυκτὸς αἰανὴς κύκλος, Σοφ. Αἰ. 672· αἰανὴς νόσος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 479, 942· αἰανῆ βάγματα, ὁ αὐτ. Πέρσ. 635· αἰανῆ πάνδυρτον αὐδάν, αὐτόθι 940· Πέλοπος ... ἱππεία, ὡς ἔμολες αἰανὴς τᾷδε γᾷ, Σοφ. Ἠλ. 506: ἐπὶ χρόνου, εἰς τὸν αἰανῆ χρόνον, Αἰσχύλ. Εὐμ. 572, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 263· ὁμοίως καὶ ἐπίρρ. αἰανῶς = αἰωνίως, Αἰσχύλ. Εὐμ. 672. - Ὁ τύπος αἰανός, ὁ ἀπαντῶν ὡς ἄλλη γραφὴ ἐν Εὐμ. 416, 479, Σοφ. Αἴ. 672, Ἠλ. 506, εἶναι πιθανῶς ἐφθαρμένος, ἴδε Nauck Melanges gréco-Romains, 1862, 2. σ. 441. (Ἡ πιθανὴ παραγωγὴ εἶναι ἐκ τοῦ αἰεὶ = αἰωνίως· (ὡς πρέπει νὰ ἔχῃ τὸ πρᾶγμα ἐν τῇ φράσει αἰανὸς χρόνος καὶ ἐν τῷ ἐπιρρ. τύπῳ αἰανῶς), ὁπόθεν πιθανῶς προέκυψεν ἡ σημασία τοῦ ὁ μηδέποτε τελευτῶν, ὀχληρὸς, ὡς ὅτανμετὰ τοῦ οὐσ. νύξ· καὶ ἔπειτα ἡ τοῦ ἀνιαρός, ὀδυνηρός, δεινός, ἀπεχθής, φοβερός, ὡς ἐν τοῖς ἀνωτέρω μνημονευθεῖσι χωρίοις, ἂν καὶ κοινῶς νομίζεται ὅτι αὕτη ἡ σημασία σχετίζει τὴν λέξιν πρὸς τὸ αἰνός).