Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὑποδέω

From LSJ
Revision as of 11:34, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_13b)

Ζῆλος γυναικὸς πάντα πυρπολεῖ δόμον → Der Neid (Hass) auf eine Frau verbrennt das ganze Haus → Die Eifersucht der Frau verbrennt das ganze Haus

Menander, Monostichoi, 195
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποδέω Medium diacritics: ὑποδέω Low diacritics: υποδέω Capitals: ΥΠΟΔΕΩ
Transliteration A: hypodéō Transliteration B: hypodeō Transliteration C: ypodeo Beta Code: u(pode/w

English (LSJ)

late Gr. ὑποδέννω Gloss., Dosith.p.435 K.:—

   A bind or fasten under, ἁμαξίδας ὑ. τῇσι οὐρῇσι, of long-tailed sheep, Hdt.3.113.    II esp. underbind the feet, i. e. shoe, because the ancient sandals or shoes were bound on with straps, [καμήλους] ὑ. καρβατίναις Arist.HA499a29, cf. Plu.Pomp.24, Paus.10.25.4; so Cobet restores ὑποδῶν τὰ μὲν ὁπλαῖς, for ὑπὸ ποδῶν, in Pl.Prt.321b:—mostly in Med., bind under one's feet, put on shoes, Ar.Av.492 (anap.), Pl. Smp.220b; ὑποδουμένη as I was putting on my shoes, Ar.Ec.36, cf. Thphr.Char.10.14; ὑποδεῖται, for the purpose of going away, Pherecr.153.4 (hex.); οἱ ἔμπαλιν ὑποδούμενοι (v. ἔμπαλιν 11.1) Pl.Tht. 193c; ὑποδούμενος τὸν ἱμάντα . . τῆς ἐμβάδος ἀπέρρηξα Men.109.    III in Med. and Pass., also, c. acc.,    1 of that which one puts on, κοθόρνους ὑποδέεσθαι Hdt.1.155, cf. 6.125; ὑπόδημα ib.1; τὰς Λακωνικάς Ar.Ec.269; Σκυθίκαις (Aeol. accus.) Alc.103; τὰς ἐμβάδας Eub. 30, cf. Theopomp.Com.52; τὰ σανδάλια Act.Ap.12.8; cf. ὑποδύω 11.1 b:—so in pf. Pass., ὑποδήματα, βλαύτας ὑποδεδεμένος, with shoes, slippers on one's feet, Pl.Grg.490e, Smp.174a; ἁπλᾶς ὑποδέδενται D. 54.34: abs., ὑποδεδεμένοι ἐκοιμῶντο with their shoes on, X.An.4.5.14; ὥσπερ ὑποδεδ. Arist.PA687a28.    2 of the foot, ὑποδεδεμένοι τὸν ἀριστερὸν πόδα with the left foot shod, Th.3.22, cf. Arist.Fr.74; θάτερον [πόδα] σανδάλῳ ὑποδεδ. Luc.Hist.Conscr.22, cf. Ael.VH1.18; ὑποδησάμενοι τοὺς πόδας ἐν ἑτοιμασίᾳ τοῦ εὐαγγελίου Ep.Eph.6.15.    IV ὑποδῆσαι· ἐνεχυρασθῆναι, Ἰταλιῶται, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1215] (s. δέω), unterbinden, bes. im med. sich die Sohlen, Sandalen unter die Füße binden, κοθόρνους ὑποδέεσθαι Her. 1, 155. 6, 1. Bei Hom. immer nur ποσσὶ δ' ὑπὸ λιπαροῖσιν ἐδήσατο καλὰ πέδιλα u. ä., was Einige als Tmesis hierherziehen wollen; ὑποδεῖσθαι τὰς Λακωνικάς Ar. Eccl. 269, vgl. 36; u. ὑποδεδέσθαι, Plat. Charm. 174 c; μέγιστα ὑποδήματα καὶ πλεῖστα ὑποδεδεμένον περιπατεῖν Gorg. 490 e; ἁπλαῖς ὑποδέδενται Dem. 54, 34; ὑποδεδεμένοι Xen. An. 4, 5, 14; Thuc. 3, 22; Sp., wie Luc. Gymnas. 32.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποδέω: μέλλ. -δήσω, δένω ὑποκάτω, τὰς ἁμαξίδας ὑπ. τῇσι οὐρῇσι, ἐπί τινων προβάτων ἐχόντων μακρὰν οὐράν, Ἡρόδ. 3. 113. ΙΙ. ὑποδένω τοὺς πόδας, προσδένω ὑπ’ αὐτοὺς σανδάλια ἢ ὑποδήματα, διότι τῶν ἀρχαίων τὰ πέδιλα ἢ σανδάλια ἐδένοντο ἐπὶ τοῦ ποδὸς διὰ λωρίων, «δι’ ὃ τὰς εἰς πόλεμον ἰούσας (δηλ. καμήλους) ὑποδοῦσι καρβατίναις, ὅταν ἀλγήσωσιν» Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 27, πρβλ. Πλουτ. Πομπ. 24, Παυσ. 10. 25, 2· οὕτως ὁ Badham ἀποκαθιστᾷ: ὑποδῶν τὰ μὲν ὁπλαῖς, ἀντὶ ὑπὸ ποδῶν, Πλάτ. Πρωτ. 321Α· ― κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ μέσ., δένω ὑπὸ τοὺς πόδας μου, βάλλω τὰ ὑποδήματά μου, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ὑπολύομαι (ἐκβάλλω αὐτά), οἱ δὲ βαδίζουσ’ ὑποδησάμενοι νύκτωρ Ἀριστοφ. Ὄρν. 492· ὑποδεδεμένων καὶ ἐνειλιγμένων τοὺς πόδας εἰς πίλους καὶ ἀρνακίδας Πλάτ. Συμπ. 220Β, Ξεν., κλπ.: ὑποδουμένη, ἐν ᾧ ἐφόρουν τὰ ὑποδήματά μου, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 36 ὑποδεῖται, ἵνα ἐξέλθῃ ἢ φύγῃ, Φερεκράτης ἐν «Χείρωνι» 3· οἱ ἔμπαλιν ὑποδούμενοι (ἴδε ἔμπαλιν ΙΙ) Πλάτ. Θεαίτ. 193C· ὑποδούμενος τὸν ἱμάντα... τῆς ἐμβάδος ἀπέρρηξα Μένανδρ. ἐν «Δεισιδαίμονι» 2. ΙΙΙ. ἐν τῷ μέσ. καὶ παθ. μετ’ αἰτ., 1) ἐπὶ τοῦ πράγματος τὸ ὁποῖον τις φορεῖ εἰς τοὺς πόδας, ὑποδησάμενος καθόρνους Ἡρόδ. 1. 155., 6. 125· ὑπόδημα 6. 1· τὰς Λακωνικὰς Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 269· Σκυθικὰς Ἀλκαῖος 101 ὑπεδησάμην... τὰς ἐμβάδας Εὔβουλος ἐν «Δόλωνι» 1· πρβλ. ὑποδύω ΙΙ. 1. β· ― οὕτως ἐν τῷ παθ. πρκμ., ὑποδήματα, βλαύτας ὑποδεδεμένος, φορῶν βλαύτας, «παντούφλας», Πλάτ. Γοργ. 490Ε, Συμπ. 174Α· ἁπλᾶς ὑποδεδέσθαι Δημ. 1267. 22· καὶ ἀπολ., ὑποδεδεμένοι, ἔχοντες τὰ ὑποδήματά των, φοροῦντες αὐτά, Ξεν. Ἀν. 4. 5, 14· ὥσπερ ὑποδεδ. Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 10, 23· ἤ, 2) ἐπὶ τοῦ ποδός, ὑποδεδεμένοι τὸν ἀριστερὸν πόδα, ἔχοντες ὑπόδημα εἰς τὸν ἀριστερὸν πόδα, Θουκ. 3. 22, πρβλ. Ἀριστ. Ἀποσπ. 64· θάτερον δὲ (πόδα) σανδάλῳ ὑποδεδ. Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 22. ― Πρβλ. ὑπόδημα.