περκάζω
English (LSJ)
(πέρκος
A = περκνός) become dark, turn dark, of grapes beginning to ripen, ὀπώρα ἄκραισι περκάζουσα οἰνάνθαις Chaerem. 12.2 ; ὅταν ἄρτι π. σταφυλή Thphr.HP9.11.7, cf. Hymn.Is.168, LXX Am.9.13 ; ὅταν ἄρχωνται π. οἱ βότρυες Thphr.CP3.16.3, etc. ; of olives, Gp.9.19.2 ; of flowers, Porph.VP44. 2 metaph., of young men, whose beard begins to darken their faces, Call.Lav.Pall. 76. II Act., make dark-coloured, Dsc.5.2.
German (Pape)
[Seite 602] schwarzblau, dunkelfarbig werden, sich dunkel färben, bes. von den blauen Weintrauben u. den Oliven, die anfangen zu reisen und sich färben, Chaerem. bei Ath. XIII, 608 f, Theophr. u. A., ὄμφακι περκάζοντι ἐοικώς, Plut. Symp. 3, 2, 1. – Auch übtr., ἄρτι γένεια περκάζων, Callim. Lav. Pall. 76, vom Jünglinge, dem das erste Barthaar wächst u. die Gesichtsfarbe dunkler macht. – Hesych. erklärt auch ποικίλλω.
Greek (Liddell-Scott)
περκάζω: μέλλ. -άσω, (πέρκος = περκνὸς) γίνομαι μέλας, «μαυρίζω», ἐπὶ τῶν σταφυλῶν ὅταν ἄρχωνται νὰ ὡριμάζωσιν, ὀπώρα ἄκραισι περκάζουσα οἰνάνθαις Χαιρήμων παρ’ Ἀθην. 608F ὅταν ἤδη π. σταφυλὴ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 11, 7· ὅταν ἄρχωνται π. οἱ βότρυες ὁ αὐτ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 16, 3, κτλ.· ὡσαύτως ἐπὶ ἐλαιῶν, Γεωπ. 9. 19, 2· ἐπὶ ἀνθέων, Πορφ. ἐν Βίῳ Πυθ. 44· πρβλ. ὑποπερκάζω. 2) μεταφορ., ἐπὶ νεανίου, ἄρτι γένεια περκάζων, «μελαινόμενος ὑπὸ τῆς φύσεως τῶν τριχῶν», Καλλ. Λουτρ. Παλλ. 76· πρβλ. σκιάζω. ΙΙ. δίδω εἴς τι μέλαν χρῶμα, Διοσκ. 5. 2. ― Ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει καὶ ῥῆμα περκαίνω: «περκαίνειν· διαποικίλλεσθαι».