προτέλειος

From LSJ
Revision as of 11:36, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_15)

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προτέλειος Medium diacritics: προτέλειος Low diacritics: προτέλειος Capitals: ΠΡΟΤΕΛΕΙΟΣ
Transliteration A: protéleios Transliteration B: proteleios Transliteration C: proteleios Beta Code: prote/leios

English (LSJ)

ον, (τέλος)

   A before a ceremony of initiation, etc.: Subst. προτέλεια (sc. ἱερά), τά, sacrifice offered before any solemnity, θυτὴρ γενέσθαι... προτέλεια ναῶν as an offering in behalf of . ., A.Ag.227 (lyr.); π. Ἐλευσινίων restd. in IG12.5.2; before the marriage-rite, π. δ' ἤδη παιδὸς ἔσφαξας θεᾷ; E.IA718, cf. Pl.Com.174.5; π. γάμων Pl.Lg. 774e, cf. Men.1058, Ael.Dion.p.61 Schwabe: rarely in sg., Aristid. Quint.3.27.    2 generally, beginning, ἐν προτελείοις κάμακος in the preliminary conflicts, A.Ag.65 (anap.); ἐν βιότου π. ib.720 (lyr).    b metaph., introduction, τὰ π. τῆς φιλοσοφίας Ph.1.294, cf. Gal.Phil. Hist.16; π. γράφων τῆς ἀκροάσεως Procl.in Prm.p.541 S.: rarely in sg., Them.Or.20.235d.

German (Pape)

[Seite 791] vor der Einweihung; τὰ προτέλεια, sc. ἱερά, das vorhergehende Einweihungsopfer, bes. Sühnopfer, θύειν, vorher ein Einweihungsopfer darbringen; πολέμων ἀρωγὰν καὶ προτέλεια ναῶν, Aesch. Ag. 219, das Opfer, welches Agamemnon in seiner Tochter für die Schiffe der Griechen darbrachte; auch ἐν προτελείοις κάματος, 65; ἐν βιότου προτελείοις, 702, d. i. in der Tugend; vgl. Eur. I. A. 718; προτέλεια γάμων, Plat. Legg. VI, 774 e; vgl. Ruhnk. Tim. L. Plat. 225 u. Plut. adv. Col. 22; u. Sp., τὰ προτέλεια τῆς μελλούσης ξυνουσίας, Luc. merc. cond. 14; übh. der Anfang. Auch die Anfangsgründe der Wissenschaften.

Greek (Liddell-Scott)

προτέλειος: -ον, (τέλος), προτέλειος (κῶδ. προτελεία) ἡμέρα· «ἐν ᾗ εἰς τὴν ἀκρόπολιν τὴν γαμουμένην παρθένον ἄγουσιν οἱ γονεῖς ὡς τὴν θεόν, καὶ θυσίαν ἐπιτελοῦσιν» Φώτ.· εὐχαὶ Ἐκκλ. 2) ὁ γενόμενος τέλειος πρότερον, Ἐκκλ. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., προτέλεια (ἐξυπακ. ἱερά, τά), θυσία προσφερομένη πρὸ ἱερᾶς τινος πράξεως, θυτὴρ γενέσθαι…, προτέλεια ναῶν, ὡς προσφορὰ ὑπέρ…, Αἰσχύλ. Ἀγ. 226· πρὸ τῆς τελετῆς τοῦ γάμου, πρ. δ’ ἤδη παιδὸς ἔσφαξας θεῷ; Εὐρ. Ι. Α. 718, πρβλ. Πλάτ. Κωμ. ἐν «Φαώνι» 2. 5· πρ. γάμων Πλάτ. Νόμ. 774D· πρβλ. Παυσ. παρ’ Εὐστ. Ἰλ. 881. 31· «προτέλεια, αἱ πρὸ τῶν γάμων τελούμεναι θυσίαι καὶ δωρεαί» Τιμ. Σοφιστ. Πλατ. λέξ. - Κατὰ Σουΐδ.: «προτέλεια· ἡμέραν οὕτως ὀνομάζουσιν, ἐν ᾗ εἰς τὴν ἀκρόπολιν τὴν γαμουμένην παρθένον ἄγουσιν οἱ γονεῖς εἰς τὴν θεόν, καὶ θυσίας ἐπιτελοῦσι», πρβλ. Ἡσύχ. καὶ Πολυδ. Γ΄, 38. 2) καθόλου ἀρχή, ἐν προτελείοις κάμακος, κατὰ τοὺς προκαταρκτικοὺς ἀγῶνας, Αἰσχύλ. Ἀγ. 65 ἐν βιότου πρ. αὐτόθι 720· - σπανίως ἐν τῷ ἑνικῷ, Θεμίστ. 235D, Συνέσ. 53D.