προεέργω
τὸ γὰρ πράττειν τοῦ λέγειν καὶ χειροτονεῖν ὕστερον ὂν τῇ τάξει, πρότερον τῇ δυνάμει καὶ κρεῖττόν ἐστιν (Demosthenes 3.15) → for action, even though posterior in the order of events to speaking and voting, is prior in importance and superior
English (LSJ)
Ep. for Προείργω,
A hinder or stop by standing before, c.acc. et inf., πάντας προέεργε ὁδεύειν Il.11.569.
German (Pape)
[Seite 718] ep. statt προείργω, vorher abhalten, hindern, πάντας δὲ προέεργε θοὰς ἐπὶ νῆας ὁδεύειν, Il. 11, 569.
Greek (Liddell-Scott)
προεέργω: Ἐπικ. ἀντὶ προείργω, ἐμποδίζω ἢ σταματῶ ἱστάμενος ἔμπροσθεν, μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., πάντας δὲ προέεργε θοὰς ἐπὶ νῆας ὁδεύειν, «πάντας, φησί, τοὺς Τρῶας, ἐπὶ τὰς ναῦς ὁρμῶντας, Αἴας ἀντιτασσόμενος ἐκώλυεν» (Σχόλ.) Ἰλ. Λ. 569.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ sg. impf. προέεργε;
empêcher : τινα ὁδεύειν IL qqn de s’avancer.
Étymologie: πρό, ἐέργω.