πολεμικός

From LSJ
Revision as of 19:28, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολεμικός Medium diacritics: πολεμικός Low diacritics: πολεμικός Capitals: ΠΟΛΕΜΙΚΟΣ
Transliteration A: polemikós Transliteration B: polemikos Transliteration C: polemikos Beta Code: polemiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for war, οἱ π. κίνδυνοι Th.2.43; ἀγῶνες π., opp. εἰρηνικοί, Pl.Lg.729d; βίος ib.829a; πλοῖα, ὅπλα, ib.706b,944e; χαλκῆν ἀσπίδα -ωτάτην εἶναι most fit for service, X.Lac.11.3; χρεία OGI54.13 (Egypt, iii B.C.); τέχνη καὶ ἐπιστήμη π. Pl.R.522c, cf. Lg. 639b; ἡ -κή (sc. τέχνη) the art of war, Id.Sph.222c, etc.; τὰ -κά warlike exercises, τὰ π ἄλκιμος (v.l. πολέμια) Hdt.3.4; τὰ π. ἀσκεῖν X.HG 3.4.18, Cyr.1.5.9; αἱ τῶν π. μελέται Th.2.39, cf. 89 (v.l.).    2 τὸ -κόν signal for battle (παιὼν π. in Pl.Ep.348b), ἐπειδὰν ὁ σαλπικτὴς σημήνῃ τὸ π. X.An.4.3.29, cf. Aen. Tact.4.3; ἀνέκραγε πολεμικόν gave a war-shout, X.An.7.3.33; also of an air on the flute, Tryphoap.Ath.14.618c.    b fighting part of the people, opp. civilians, Arist.Pol.1291a26, 1329a2.    II of persons, skilled in war, warlike, Th.1.84, Pl.R. 522e, Lg.643c, etc.: distd. from φιλοπόλεμος, X.An.2.6.1; also ἵπποι π. Id.Cyr.7.5.62; τὸ π. warlike spirit, Phld.Mus.p.27 K.    III like an enemy, hostile, X.Vect.4.44; stirring up hostility, opp. φιλικός, πολεμικὸν ἔρις καὶ ὀργή Id.Mem.2.6.21: metaph., ἀντίθεσις π. καὶ ἀσύμβατος Plu.2.946e. Adv. -κῶς, ἔχειν, opp. εἰρηνικῶς, Isoc.5.46; π. διακεῖσθαι Id.6.39: Sup. -ώτατα, ἔχειν πρός τινα X.An.6.1.1.

German (Pape)

[Seite 654] zum Kriege geschickt, kriegerisch; ἀνήρ, Plat. Rep. VII, 522 e; θεός, Crat. 407 d; σκευή, Legg. XII, 947 c; μηχαναί, XI, 922 a; ἀγῶνες, Thuc. 2, 43; τὰ πολεμικά, Kriegsangelegenheiten, Kriegswesen, Thuc. 2, 39. 89; ἀγαθὸν ἄνδρα τὰ πολεμικά, Plat. Conv. 174 c; Xen. An. 3, 1, 38 u. öfter (aber auch = feindlich, im Ggstz von φιλικά, Xen. Mem. 2, 6, 21); ἐμπειρία, Pol. 10, 8, 5 u. sonst; ἡ πολεμική, sc. τέχνη, die Kriegskunst, Plat. Prot. 322 b; vgl. Polit. 305 b; D. L. 3, 100; Xen. An. 2, 6, 1. 6. 7 unterscheidet es von φιλοπόλεμος; er vrbdt auch ἀνέκραγε πολεμικόν, 7, 3, 33, ein Kriegsgeschrei; vgl. Pol. 3, 96, 2, τὸ πολεμικὸν σημαίνειν, classicum canere, u. öfter; bei Ath. XIV, 618 c eine Flötenweise. – Adv., πολεμικῶς ἔχειν πρός τινα, Xen. Cyr. 5, 2, 25 Mem. 2, 6, 18 u. A.

Greek (Liddell-Scott)

πολεμικός: -ή, -όν, (πόλεμος) ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς πόλεμον, οἱ π. κίνδυνοι Θουκ. 2. 43· ἀγῶνες π., ἀντίθετ. τῷ εἰρηνικοί, Πλάτ. Νόμ. 729D· βίος αὐτόθι 829Α· πλοῖα, ὅπλα αὐτόθι 706Β, 944Ε· χαλκῆν ἀσπίδα πολεμικωτάτην εἶναι, καταλληλοτάτην εἰς πόλεμον, Ξεν. Λακ. 11. 3· ἐπιστήμη, τέχνη π., κτλ., Πλάτ. Νόμ. 639Β, κτλ. 2) ἡ πολεμικὴ (ἐξυπ. τέχνη), ἡ τέχνη τοῦ πολέμου, ὁ πόλεμος, ὁ αὐτ. ἐν Σοφ. 222C, κτλ.· ― τὰ πολεμικά, πολεμικαὶ ἀσκήσεις, ἀσκεῖν τὰ π. Ξεν. Ἑλλ. 3. 4, 18, Κύρ. 1. 5. 9· αἱ τῶν π. μελέται Θουκ. 2. 39, πρβλ. 89· πρβλ. πολεμιστήριος Ι. 3) τὸ πολεμικόν, τὸ σημεῖον πρὸς μάχην (παιὼν π. ἐν Ἐπ. Πλάτ. 348Β) τὸ π. σημαίνειν, Λατ. signum canere, Ξεν. Ἀνάβ. 4. 3, 29· ἀνέκραγε πολεμικόν, ἐξέβαλε πολεμικὴν κραυγήν, αὐτόθι 7. 3, 33· ― ὡσαύτως ἐπὶ μέλους παιζομένου ἐπὶ τοῦ αὐλοῦ, Τρύφων παρ’ Ἀθην. 618C. β) τὸ μάχιμον μέρος τοῦ λαοῦ, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ «μετέχον δικαιοσύνης δικαστικῆς «καὶ» πρὸς τὸ βουλευόμενον», Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 4, 14 κ. ἀλλ. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ἠσκημένος τὰ πολεμικά, ἐπιτήδειος, ἄξιος εἰς τὸν πόλεμον, Θουκ. 1. 84, Πλάτ. Πολ. 522C, κτλ.· διαστέλλεται δὲ ἀπὸ τοῦ φιλοπτόλεμος, Ξεν. Ἀνάβ. 2. 6, 1· ― ὡσαύτως, ἵπποι π. ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 7. 5, 62. ΙΙΙ. πολέμιος, ἐχθρικός, ὁ αὐτ. ἐν «Πόροις» 4. 44· ― ὁ διεγείρων πόλεμον, ἔχθραν, πολεμικὸν δὲ καὶ ἔρις καὶ ὀργὴ ὁ αὐτ. ἐν Ἀπομν. 2. 6, 21· ― ὅθεν ἐν τῷ ἐπιρρ., πολεμικῶς ἔχειν πρός τινα ὁ αὐτ. ἐν Ἀναβ. 6. 1, 1, κτλ.· ἀντίθετον τῷ εἰρηνικῶς ἔχειν, Ἰσοκρ. 91C· π. διακεῖσθαι ὁ αὐτ. 123Ε. Πρβλ. τὸ ἑπόμ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
I. qui concerne la guerre, de guerre ; τὸ πολεμικόν cri de guerre, signal de combat ; τὰ πολεμικά les travaux ou les arts de la guerre;
II. qui convient à la guerre :
1 propre à la guerre;
2 belliqueux;
3 p. ext. disposé à la guerre, hostile ; querelleur, batailleur;
Sp. πολεμικώτατος.
Étymologie: πόλεμος.