προσβιβάζω
τῇ διατάξει σου διαμένει ἡ ἡμέρα ὅτι τὰ σύμπαντα δοῦλα σά → the day continues by thy arrangement; for all things are thy servants
English (LSJ)
Att.fut.
A -βιβῶ Ar.Av.426 (lyr.), S.Ichn.166, Pl.Phdr. 229e:—causal of προσβαίνω, cause to approach, bring near, π. ἑαυτὸν κινδύνοις expose . ., Longin.15.5. b liken, make to resemble, τινά τινι Plu.Pomp.46. 2 metaph., bring over, persuade, εὖ προσβιβάζεις με Ar.Eq.35; τὸ τῇδε καὶ τὸ κεῖσε καὶ τὸ δεῦρο προσβιβᾷ λέγων Id.Av.426; τῷ λόγῳ προσβιβάζειν [τινάς] X.Mem.1.2.17, cf. Aeschin. 3.93, Plu.Cat.Mi.36:—Pass., προσβιβασθῆναι πρὸς τὴν ἀλήθειαν Luc.Philops.33. II of things, add, ἐπὶ τούτοις τὸν κολοφῶνα Pl.Tht.153c, cf. Phld.Mus.p.73K. 2 π. κατὰ τὸ εἰκὸς ἕκαστον reduce it into accordance with probability, Pl.Phdr.229e; τἄλλα π. κατὰ γράμματα καὶ κατὰ συλλαβάς reduce to letters and syllables, Id.Cra.427c. 3 prove, Alex.Aphr.in Sens.49.9.
German (Pape)
[Seite 753] hinzu-, hinausgehen lassen, hinzuführen, hinausbringen; Ar. Av. 425, im fut. προσβιβᾷ; übertr., τῷ λόγῳ προσβιβάζειν τινά, Einen durch die Rede zu einem Gedanken od. zu einem Entschluß bringen, übh. anleiten, veranlassen, Equ. 35; προθυμήσομαι ἡμᾶς προσβιβάσαι, Plat. Men. 74 b; Phaedr. 229 e u. oft bei Sp., wie Plut. u. Luc., auch pass., Philops. 33.
Greek (Liddell-Scott)
προσβῐβάζω: μέλλ. Ἀττ. -βιβῶ Ἀριστοφ. Ὄρν. 425, Πλάτ. Φαῖδρ. 229Ε. Μεταβατικὸν ἐνεργείας τοῦ προσβαίνω, κάμνω τινὰ νὰ πλησιάσῃ, φέρω πλησιέστερον, τινὰ Πλάτ. Μένων 74Β, Πλουτ. Πομπ. 46· πρ. ἑαυτὸν κινδύνοις, ἐκθέτω εἰς..., Λογγῖν. 15. ― Παθ., προσβιβασθῆναι πρὸς τὴν ἀλήθειαν Λουκ. Φιλοψ. 33. 2) μεταφορ., πείθω, καταπείθω, εὖ προσβιβάζεις με Ἀριστοφ. Ἱππ. 35· τὸ τῇδε καὶ τὸ κεῖσε καὶ τὸ δεῦρο προσβιβᾷ λέγων ὁ αὐτ. ἐν Ὄρν. 425· οὕτω, τῷ λόγῳ προσβιβάζειν τινὰ Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 17, πρβλ. 1. 5, 1, Αἰσχίν. 67. 2. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, προσθέτω, ἐπὶ τούτοις τὸν κολοφῶνα Πλάτ. Θεαίτ. 153C. 2) πρ. τι κατὰ τὸ εἰκός, καθιστῶ τι σύμφωνον πρὸς τὸ πιθανόν, ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 229Ε· τἆλλα πρ. κατὰ συλλαβάς, ἀναλύω εἰς συλλαβάς, ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 427C.
French (Bailly abrégé)
f. προσβιβάσω, att. προσβιβῶ;
1 faire approcher, faire avancer, acc. ; Pass. s’approcher de;
2 fig. amener à : τινά τινι amener qqn à qch au moyen de qch ; τινά, persuader qqn.
Étymologie: πρός, βιβάζω.