παιδιά
Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος → Medicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last
English (LSJ)
ᾶς, ἡ, (παίζω)
A childish play, pastime, amusement, opp. σπουδή, X.Smp.1.1; ἔν τε παιδιαῖς καὶ ἐν σπουδαῖς Pl.Lg.647d, cf. Arist.EN1176b9(pl.); π. μαχητικαί, etc., Id.Rh.1370b35; π. παῖσαι πρός τινα to play a game with... Ar.Pl.1056; μετὰ παιδιᾶς in sport, Th. 6.28, Pl.Phlb.19d; σὺν πολλῷ γέλωτι καὶ παιδιᾷ (v.l. παιγνίᾳ) X.Cyr. 2.3.18, cf.2.3.20; ἐν π. Pl.Cra.406c; τοὺς ἐν ταῖς παιδιαῖς νεωτερίζοντας in their games, Id.Lg.798c; π. καὶ φλυαρία, λῆροι καὶ π., σκώμματα καὶ π., γέλως καὶ π., Id.Cri.46d, Prt.347d, Plu.2.59b, 456e; παιδιᾷ πεπαῖσθαι to be done in fun, Pl.Phdr.265c: metaph., ὥστε σοι τὸν νῦν χόλον (ὄχλον Döderl.) . . παιδιὰν εἶναι δοκεῖν will seem mere child's play, A. Pr.316; παιδιᾶς ἕνεκα καὶ ἀναπαύσεως Arist.Pol.1339a16; διαγωγὴ μετὰ παιδιᾶς Id.EN1127b34; wit, jesting, ib.1128a20:—Pl. plays on the words παιδιά and παιδεία, Lg.656c. II in pl., school holidays, SIG 577.79 (Milet., iii/ii B. C.).
German (Pape)
[Seite 440] ἡ, Kinderspiel, Scherz (παίζω); Eur. Troad. 975; Ar. Plut. 1056; τοὺς παῖδας τοὺς ἐν ταῖς παιδιαῖς νεωτερίζοντας, Plat. Legg. VII, 798 c; παιδιὰς παίζειν καλλίστας, ib. 803 c; Ggstz von σπουδή, Rep. X, 602 b u. öfter, wie ἀνάπαυλα τῆς σπουδῆς γίγνεται ἐνίοτε ἡ παιδιά, Phileb. 30 e; καὶ γέλως, Xen. Cyr. 1, 3, 18; vgl. Arist. rhet. 2, 3, 3; auch von Kampfspielen u. dgl., μαχητικαί, αὐλητικαί, ἐριστικαί, 1, 11, 3; oft bei Sp., wie Plut. – Auch übertr. wie bei uns, ὥςτε σοι τὸν νῦν χόλον παρόντα μόχθον παιδιὰν εἶναι δοκεῖν, ein Kinderspiel, Aesch. Prom. 314; vgl. Luc. Tox. 36; auch ἐν παιδιᾷ τὸ πρᾶγμα ἐποιοῦντο, ib. 22.
Greek (Liddell-Scott)
παιδιά: -ᾶς, ἡ, (παίζω) παιδαριῶδες παιγνίδιον, «παιγνίδι», διασκέδασις, ὡς τὸ παιγνιά, ἀντίθετον τῷ σπουδή, Ξεν. Συμπ. 1, 1· τὰ μετὰ σπουδῆς καὶ τὰ ἐν ταῖς παιδιαῖς Πλάτ. Πολ. 602Β, κτλ.· π. μαχητικαί, αὐλητικαὶ Ἀριστ. Ρητ. 1. 11, 3· π. παίζειν πρός τινα Ἀριστοφάν. Πλ. 1056· μετὰ παιδιᾶς, χάριν διασκεδάσεως, ἀγαλμάτων περικοπαί τινες πρότερον ὑπὸ νεωτέρων μετὰ παιδιᾶς.. γεγενημέναι Θουκ. 6. 28, Πλάτ. Φίληβ. 19D· σὺν πολλῷ γέλωτι καὶ παιδιᾷ (ἕτερ. παιγνίᾳ) Ξεν. Κύρ. 2. 3, 18, πρβλ. 20· ἐν π. Πλάτ. Κρατ. 406C· ἐν ταῖς παιδιαῖς, εἰς τὰ παιγνιδιά των, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 798C· π. καὶ φλυαρία, λῆροι καὶ π., γέλως καὶ π., σκώμματα καὶ π. ὁ αὐτ. ἐν Κρίτωνι 46D, κτλ.· παιδιᾷ πεπαῖσθαι, ὅτι ἐγένετο χάριν παιδιᾶς, ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 265C· - μεταφορ., ὥστε σοι τὸν νῦν χόλον (ὄχλον Döderl.).. παιδιὰν εἶναι δοκεῖν Αἰσχύλ. Πρ. 314· - ὁ Πλάτων παίζει μὲ τὰς λέξεις παιδιὰ καὶ παιδεία, Νόμ. 656C.
French (Bailly abrégé)
ᾶς (ἡ) :
1 jeu d’enfants;
2 jeu, amusement en gén., par opp. à σπουδή ; παιδιὰν παίζειν πρός τινα AR jouer avec qqn ; παιδιὰν ποιεῖσθαί τι PLUT faire de qch un sujet d’amusement ; au pl. παιδιαὶ μαχητικαί, αὐλητικαί, etc. ARSTT jeux ou concours de lutte, de flûte, etc.
3 fig. jeu, badinage, bagatelle ; ἐν παιδιᾷ τὸ πρᾶγμα ποιεῖσθαι LUC traiter une affaire comme un enfantillage.
Étymologie: παῖς.