δυσκολαίνω
ἐπείγει γάρ με τοὐκ θεοῦ παρόν → the divine summons urges me | what has come from the god urges me | the power of the god is present, hurrying me on
English (LSJ)
impf.
A ἐδυσκόλαινον Pl.Phlb.26d: fut. -κολᾰνῶ Isoc.15.149:—to be peevish, Ar.Nu.36; of a baby, Lys.1.11, cf. X.Mem.2.2.8; τινί D.37.15; feel a difficulty, δ. ὡς . . Pl. l.c.; in argument, to be captious, Arist.Top. 160b3, al. 2 cause trouble or annoyance, οὔρησις δυσκολαίνουσα Hp.Prorrh.1.109.
German (Pape)
[Seite 682] unzufrieden, verdrießlich sein; Ar. Nubb. 36; Plat. Phil. 26 d; καὶ βοᾶν Lys. 1, 11; τινί, über etwas, Xen. Mem. 2, 2, 8; öfter Plut.; οὔρησις δυσκολαίνουσα, schmerzhaft, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
δυσκολαίνω: μέλλ. -ᾰνῶ· παρατ. ἐδυσκόλαινον, Πλάτ. Φιλήβ. 26D· - δυσχεραίνω, εἶμαι δύστροπος, δυσηρεστημένος, Ἀριστοφ. Νεφ. 36· ἐπὶ νηπίου, Λυσ. 92. 36· δεικνύω δυσαρέσκειαν, Ξεν. Ἀπομν. 2. 2, 8· δ. ὡς… Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ. 2) προξενῶ δυσκολίαν καὶ ἐνόχλησιν, οὔρησις δυσκολαίνουσα Ἰππ. 76D.
French (Bailly abrégé)
être chagrin, mécontent : τινι de qch.
Étymologie: δύσκολος.