βολή
καὶ ποιήσας φραγέλλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ, τά τε πρόβατα καὶ τοὺς βόας → And having made a whip out of cords he drove all from the temple sheep and cattle
English (LSJ)
ἡ,
A throw: 1 stroke or wound of a missile (opp. πληγή, of sword or pike), Od.17.283, cf. 24.161; β. πέτρων E.Or.59; λίθων Phld.Ir.p.31 W. (pl.); μέχρι λίθου καὶ ἀκοντίου βολῆς Th.5.65; β. ἔρωτος shafts of love, AP12.160; βολαῖς . . σφόγγος ὤλεσεν γραφήν by its stroke or touch, A.Ag.1329; swing of ἁλτῆρες, Antyll. ap. Orib. 6.34.1. 2 κύβων βολαί throws or casts of dicc, S.Fr.429. 3 metaph., β. ὀφθαλμῶν quick glances, Od.4.150; κάτω . . βλεμμάτων ῥέπει β. A.Fr.242, cf. Philostr.VS2.27.5. 4 β. κεραύνιοι thunder-bolts, A. Th.430; βολαὶ ἡλίου sun-beams, S.Aj.877, cf. E.Ion 1134; χρυσοῦ . . βολαῖς with golden rays, of a statue, IG14.1026 (iii A. D.); βολαὶ χιόνος radiance, E.Ba.662; τὰς ψυχὰς οἷον βολὰς εἶναι λέγουσιν Plot.6.4.3. 5 βολαί, = ὠδῖνες, Procop.Goth.4.22. 6 payment, ἀποδώσω ἐπὶ βολαῖς δυσίν Stud.Pal.20.139 (vi A. D.).
German (Pape)
[Seite 452] ἡ, der Wurf (s. βάλλω); Hom. dreimal, Odyss. 17, 283 οὐ γάρ τι πληγέων ἀδαήμων οὐδὲ βολάων, 24, 161 ἀλλ' ἔπεσίν τε κακοῖσιν ἔνίσσομεν ἠδὲ βολῇσιν; übertr., vom Blicke der Augen 4, 150 κείνου γὰρ τοιοίδε πόδες τοιαίδε τε χεῖρες ὀφθαλμῶν τε βολαὶ κεφαλή τ' ἐφύπερθέ τε χαῖται. – Hesiod. Th. 683 ἔνοσις δ' ἵκανε βαρεῖα Τάρταρον, ποδῶν τ' αἰπεῖα ἰωὴ ἀσπέτου ἰωχμοῖο βολάων τε κρατεράων· ἃς ἄρ' ἐπ' ἀλλήλοις ἵεσαν βέλεα στονόεντα; κεραύνιοι Aesch. Spt. 412, wie Eur. Troad. 92; Lycophr. 560; πέτρων Eur. Or. 59; ἀκοντίου Xen. Hell. 4, 5, 15; ἀγκίστρου Plut. Sol. 26; βελέων Opp. Cyn. 3, 137. Uebertr., Blick, βλεμμάτων Aesch. frg. 224; vgl. Herodian. 1, 7, 9; ἡλίου, Sonnenstrahlen, Soph. Ai. 877; Eur. Or. 1259; Ap. Rh. 1, 607; χιόνος Eur. Bacch. 661; χρυσοῦ Ep. ad. 189 (App. 256); übh. = βέλος, z. B. ἔρωτος Ep. ad. 18 (XII, 160). Bei Theophr. ἀνθῶν, das Abwerfen, Verlieren.
Greek (Liddell-Scott)
βολή: ἡ, (βάλλω) τὸ ῥίψιμον ἢ τὸ κτύπημα βλήματος πολεμικοῦ, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ πληγή, δηλαδὴ κτύπημα ξίφους ἢ δόρατος εὑρισκομένου ἐν τῇ χειρὶ τοῦ πλήττοντος. Ὀδ. Ρ. 283, πρβλ. Ω. 160· β. πέτρων Εὐρ. Ὀρ. 59· μέχρι λίθου καὶ ἀκοντίου βολῆς Θουκ. 5. 65· ὡσαύτως, κύβων βολαί, ῥίψιμον τῶν κύβων, Σοφ. Ἀποσπ. 381· βολαῖς... σπόγγος ὤλεσεν γραφὴν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1329 2) μεταφ. ὡς τὸ βέλος, β. ὀφθαλμῶν, ταχύ βλέμμα, Ὀδ. Δ. 150· κάτω... βλεμμάτων ῥέπει β. Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 238, πρβλ. Ἀγ. 742. 3) ὡσαύτως, βολαὶ κεραύνιοι, κεραυνοί, ὁ αὐτ. Θήβ. 430· βολαὶ ἡλίου, ἀκτῖνες, Σοφ. Αἴ. 877· καὶ ἄνευ τοῦ ἡλίου, πρὸς μέσας βολὰς Εὐρ. Ἴων. 1135· οὕτω, χρυσοῦ... βολαῖς, μὲ χρυσᾶς ἀκτῖνας, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 832· βολὴ χιόνος, νιφετός, Εὐρ. Βάκχ. 661.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
1 jet d’un projectile;
2 trait lancé : βολαὶ κεραύνιοι ESCHL traits de la foudre ; βολαὶ ἡλίου SOPH la région d’où partent les rayons du soleil, l’orient ; βολὴ ὀφθαλμῶν OD regards qu’on lance;
3 p. ext. coup porté de loin (par une arme de trait).
Étymologie: βάλλω.