ἀνατρέφω

From LSJ
Revision as of 19:41, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνατρέφω Medium diacritics: ἀνατρέφω Low diacritics: ανατρέφω Capitals: ΑΝΑΤΡΕΦΩ
Transliteration A: anatréphō Transliteration B: anatrephō Transliteration C: anatrefo Beta Code: a)natre/fw

English (LSJ)

   A bring up, cherish, educate, A.Eu.523, Ev.Luc.4.16,al.; ἀ. τὸ φρόνημα raise the spirit, X.Cyr.5.2.34:—Med., ἀναθρέψασθαι υἱόν have him educated, Hdn.1.2.1; ἀ. λειμὼν κάλλεα Nic.Fr.74.58:— Pass., grow up, ἀνατραφῆναι ἐν . . Plu.Cam.34, etc.; τῇ Ἑλλάδι φωνῇ Ael.NA11.25; ἀνέτραφες in AP5.156 (Mel.) = ἀνετράφης.    2 feed up, opp. ἰσχναίνω, Hp.Art.33,50: metaph., ἀ. μονῳδίαις Ar.Ra. 944:—Pass., ἀνατρέφεσθαι ἐκ νόσου convalesce, Hp.VM14; of fish after milting, Arist.HA608a2.

German (Pape)

[Seite 211] (s. τρέφω), durch Nahrung wieder kräftigen, übh. stärken, Aesch. Eum. 496; φρόνημα ἀναθρέψαι Xen. Cyr. 5, 2, 34; auffüttern, aufziehen, An. 4, 5, 31; Mem. 4, 3, 10; φιλοτιμίαν, Ehrgeiz nähren, Plut. Caes. 17; pass., ἀνατρέφεται φλόξ, die Flamme wächst an, Camill. 34; – Sp. auch med., ἀναθρέψασθαι υἱόν, seinen Sohn aufziehen, Hdn. 1, 2, 2. Bei Mel. 101 (V, 157) ἀνέτραφες du wuchsest auf; so auch App.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνατρέφω: μέλλ. -θρέψω: (ἴδε τρέφω): - ἀνατρέφω, περιποιοῦμαι, «μεγαλώνω», ἀναπτύσσω, παιδεύω, Αἰσχύλ. Εὐμ. 522· ἀν. τὸ φρόνημα, διεγείρω τὸ φρόνημα, Ξεν. Κύρ. 5. 2, 34, πρβλ. Jac. Ἀνθ. ΙΙ. σ. 85: οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπ., ἀνατρέφεσθαι υἱόν, ἐκπαιδεύειν αὐτόν, Ἡρωδιαν. 1. 2· ἀνεθρέψατο λειμὼν κάλλεα Νίκανδρος παρ’ Ἀθην. 684Β: - Παθ., αὐξάνομαι, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 30, 7· ἀνατραφῆναι ἐν ... Πλούτ., κτλ.· τῇ Ἑλλάδι φωνῇ Δίλ. π. Ζ. 11. 25· τὸ ἀνέτραφες ἐν Ἀνθ. Π. 5. 157 πρέπει νὰ εἶναι = ἀνετράφης. 2) τρέφω κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἰσχναίνω, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 799, 817, Ἀριστοφ. Βάτρ. 944: - Παθ., ἀνατρέφεσθαι ἐκ νόσου, ἀναλαμβάνειν, ὁ αὐτ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 13.

French (Bailly abrégé)

f. ἀναθρέψω;
1 faire grandir ; élever, nourrir ; fig. élever (l’âme, le caractère, etc.);
2 fig. exciter : φρόνημα XÉN le courage (des soldats).
Étymologie: ἀνά, τρέφω.