συνήθης

From LSJ
Revision as of 19:43, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνήθης Medium diacritics: συνήθης Low diacritics: συνήθης Capitals: ΣΥΝΗΘΗΣ
Transliteration A: synḗthēs Transliteration B: synēthēs Transliteration C: synithis Beta Code: sunh/qhs

English (LSJ)

ες, gen. εος, contr. ους, gen. pl. συνηθέων, contr. συνηθῶν (or συνήθων, Hdn.Gr.1.428):—

   A dwelling or living together, accustomed or used to each other, συνήθεες ἀλλήλῃσιν Hes.Th.230; like each other in habits, Th.1.71; συνήθεις καὶ γνώριμοι acquaintances, Pl.R. 375e, cf. Arist.EN1126b25; φίλοι καὶ σ. Philem.213.13; σ. τινί well-acquainted or intimate with one, Pl.Cri.43a, La.188a, Men.Pk. 258: less freq. as Subst., friend, intimate, Phld.Rh.1.332 S., etc.: c. gen., D.S.19.47, Plu.Num.1.    II habituated, accustomed, τῷ σκότῳ Pl.R.517d; σώματα πᾶσι ποτοῖς καὶ πόνοις σ. γιγνόμενα Id.Lg. 797e; of animals, χειρὶ σ., = χειροήθης, AP9.287 (Apollonid.): abs., τὰ σύντροφα καὶ σ. those reared and bred with him, Arist.HA629b11; οἱ σ. τόποι their wonted haunts, ib.596b29: c. inf., σ. ᾄδειν γενόμενοι Pl.Lg.666d.    2 of things, habitual, customary, usual, ἔθος, πότμος, S.Ph.894, Tr.88; σ. ὄμμα a customary vision, Id.El.903, cf. Hp.Aph. 2.49; δίαιτα Th.1.6; σημεῖα τῷ γένει -έστερα And.2.26; τὸ ξ. ἥσυχον your habitual quietness, Th.6.34; τὸ ξ. φοβερόν ib.55; σύνηθες αἰεὶ ταῦτα βαστάζειν ἐμοί E.Alc.40, cf. Arist.Pol.1295b17; διὰ τὸ μὴ σ. νομοθέτῃ Pl.Lg.739a: τὸ σ. the customary, X.Mem.3.14.6; custom, Arist.Rh.1369b16, al.; τὸ τῆς ἑορτῆς σ. Pl.Ti.21b; of language, in common use, A.D.Pron.45.1, al.; τὸ σ. usage, Id.Adv.178.28.    III Adv. -θως, ἔχειν τινί to be acquainted, friendly with, D.37.26.    2 habitually, as is usual, σ. παρακολουθεῖν Aeschin.2.132; ἐξαπατᾶσθαι Plu.Galb.15.    3 according to common usage, opp. τοπικῶς, Sch.Th.Oxy.853 xiii 4; ἡ σ. νοουμένη οἰκονομία as commonly conceived, Phld.Oec.p.29 J.

Greek (Liddell-Scott)

συνήθης: -ες, γεν. εος, συνῃρ. ους, γεν. πληθ. συνηθέων, συνῃρ. συνήθων (Ἀρκάδ. 136, 24)˙ ― ὁ συνδιατρίβων, συνδιαιτώμενος, οἰκεῖος, σχετικός, φίλος, συνήθεες ἀλλήλοισιν Ἡσιόδ. Θεογ. 230˙ ὅμοιος πρὸς ἄλλον κατὰ τὰ ἤθη ἢ τοὺς τρόπους, Θουκ. 1. 71˙ συνήθεις καὶ γνώριμοι, οἰκεῖοι καὶ σ., γνώριμοι, φίλοι, Πλάτ. Πολ. 375Ε, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 4. 6, 5, Φιλήμων ἐν Ἀδήλ. 1. 13˙ ― σ. τινί, λίαν γνώριμος πρός τινα, Πλάτων Κρίτων 43Α, Λάχ. 188Α˙ σπανιώτερον μετὰ γενικ. ὡς οὐσιαστ., ὁ σ. τινός, ὁ στενωτάτην ἔχων σχέσιν ἢ φιλίαν πρός τινα, Διόδ. 19. 47, Πλούτ. ΙΙ. ὁ συνηθισμένος, τινί, εἴς τι πρᾶγμα, Πλάτ. Πολ. 517D, κτλ.˙ σώματα πᾶσι πότοις καὶ πόνοις ξ. γιγνόμενα αὐτόθι 797Ε˙ ἐπὶ ζῴων, χειρὶ σ. = χειροήθης, Ἀνθ. Παλ. 9. 287˙ καὶ ἀπολ., τὰ σύντροφα καὶ συνήθη Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 44, 2˙ οἱ σ. τόποι, τὰ μέρη ἔνθα συνήθως συχνάζουσιν, αὐτόθι 8. 12, 3˙ ― μετ’ ἀπαρεμφ., σ. ᾄδειν γενόμενος Πλάτ. Νόμ. 666D. 2) ἐπὶ πραγμάτων, ὁ καθ’ ἕξιν γινόμενος, συχνός, ἔθος, πότμος Σοφ. Φιλ. 894, Τρ. 88˙ ψυχῇ σύνηθες ὄμμα ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 903, πρβλ. Ἱππ. Ἀφορ. 1246˙ δίαιτα Θουκ. 6. 17˙ σημεῖα τῷ γένει ξυνηθέστερα Ἀνδοκ. 23. 2˙ τὸ ξύνηθες ἥσυχον, ἡ κατὰ συνήθειαν ἡσυχία σας, Θουκ. 6. 34˙ τὸ ξύνηθες φοβερὸν αὐτόθι 55˙ σύνηθές [ἐστι] ταῦτα βαστάζειν ἐμοὶ Εὐρ. Ἄλκ. 40, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτ. 4. 11, 6˙ διὰ τὸ μὴ ξ. νομοθέτῃ Πλάτ. Νόμ. 739 Α˙ ― τὸ σύνηθες, ἔθος, ἔθιμον, Ξεν. Ἀπομν. 3. 14, 6, Ἀριστ. Ρητορ. 1. 10, 18, κ. ἀλλ.˙ τὸ τῆς ἑορτῆς ξ. Πλάτ. Τίμ. 21Β. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. -θως, ὡς καὶ νῦν, κατὰ τὸ σύνηθες, συν. παρακολουθεῖν Αἰσχίν. 45. 28, Πλούτ., κλπ.

French (Bailly abrégé)

ης, σύνηθες;
1 qui a ses habitudes avec, qui vit avec ou ensemble ; lié avec, qui a des relations d’amitié : τινι, τινος avec qqn ; abs. ami intime, familier;
2 accoutumé à, habitué à, familier de, τινι;
3 habituel, familier, ordinaire : τὸ ξύνηθες ἥσυχον THC apathie ordinaire ; συνήθης πότμος SOPH la destinée qui l’accompagne, sa destinée ; σύνηθές (ἐστι) ἐμοί avec un inf. EUR j’ai l’habitude de ; τὸ σύνηθες la coutume ; τὰ συνήθη PLUT les usages, particul. les devoirs habituels, les derniers devoirs.
Étymologie: σύν, ἦθος.