Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀποχειροτονέω

From LSJ
Revision as of 19:44, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

Quibus enim nihil est in ipsis opis ad bene beateque vivendum → Every age is burdensome to those who have no means of living well and happily

Cicero, de Senectute
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποχειροτονέω Medium diacritics: ἀποχειροτονέω Low diacritics: αποχειροτονέω Capitals: ΑΠΟΧΕΙΡΟΤΟΝΕΩ
Transliteration A: apocheirotonéō Transliteration B: apocheirotoneō Transliteration C: apocheirotoneo Beta Code: a)poxeirotone/w

English (LSJ)

   A vote by show of hands away from; and so,    I vote a charge away from one, acquit him, τινός D.21.214.    II reject as unfit, ἀ. τινὰ ἀπὸ τῆς τῶν ἐφήβων ἐπιμελείας Din.3.15, cf. Arist. Ath.49.1; αὑτὸν ἀ. τῆς ἀρχῆς Plu.Nic.8: metaph., ἀ.τῆς ἡδονῆς τὸν ἄνδρα you vote his poetry devoid of sweetness, Max.Tyr.23.5.    2 supersede, depose, τὸν στρατηγόν D.23.168, cf.Arist.Ath.61.2:—Pass., D.49.9, Hp.Ep.10.    3 abrogate, annul, τὰς συνθήκας D.23.172:— Pass., of laws, Id.24.21; of a peace, to be rejected, ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ Ar.Pax668.    III ἀ. μὴ φίλι' εἶναι .. vote that a thing is not .., D.24.12; μὴ μισθοῦν τοὺς οἴκους Is.6.37; ἀ. τῶν δικαστῶν ἁς οὐδὲν αὐτοῖς προσῆκεν ib.45.

German (Pape)

[Seite 336] 1) durch Abstimmen mit Händeaufheben verwerfen, Ar. Pax 560; νόμοι ἀπεχειροτονήθησαν Dem. 24, 4. 7. 26, 4; μὴ φίλια εἶναι 24, 12, das Schiff für gute Prise erklären; absetzen, στρατηγόν 23, 167; αὐτὸν ἀπὸ τῆς τῶν ἐφήβων ἐπιμελείας Din. 3, 16. – 2) durch solches Abstimmen los-, freisprechen, Μειδίου, den Midias, Dem. 21, 214.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποχειροτονέω: ἀπομακρύνω τι διὰ χειροτονίας, ἑπομένως, Ι. διὰ τῆς ψήφου μου ἀπομακρύνω κατηγορίαν τινα ἀπό τινος, κηρύττω αὐτὸν ἀθῶον, τινὸς Δημ. 583. 1. ΙΙ. ἀπ. τινα ἀπὸ τῆς ἐπιμελείας, ἀπορρίπτω τινὰ ὡς ἀκατάλληλον διὰ τὸ ὑπούργημα, ὁ δῆμος… ἀπεχειροτόνησεν αὐτὸν ἀπὸ τῆς τῶν ἐφήβων ἐπιμελείας Δείναρχ. 110.12· αὑτὸν ἀπ. τῆς ἀρχῆς Πλουτ. Νικ. 8: - μεταφ., ἀποχειροτονεῖς τῆς ἡδονῆς τὸν ἄνδρα, διὰ τῆς ψήφου σου κρίνεις ὅτι τοῦ ἀνδρὸς ἡ ποίησις δὲν ἔχει ἡδύτητα, Μάξ. Τύρ. 23. 5. 2) παύω τῆς ἀρχῆς, ἀπεχειροτονήσατε μὲν τὸν στρατηγὸν Δημ. 676. 10· ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ ἐπιχειροτονέω, Ἀριστ. Ἀποσπ. 394. 395: - Παθ., ἐπειδὴ δὲ ἀπεχειροτονήθη μὲν ὑφ’ ὑμῶν ὁ στρατηγός, διὰ τὸ μὴ περιπλεῦσαι Πελοπόννησον Δημ. 1187. 3: - παρ’ Ἐκκλ., καθαιρῶ τινα ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ ἀξιώματος. 3) ἐπὶ πραγμάτων, φέρω ψῆφον ἐναντίον τινός, ἀπορρίπτω διὰ τῆς ψήφου, τὴν εἰρήνην Ἀριστοφ. Εἰρ. 667: λύω, ἄκυρον ποιῶ, ἀκυρῶ, τοὺς νόμους παρὰ Δημ. 706. 17· τὰς συνθήκας ὁ αὐτ. 678.1. ΙΙΙ. ἀπ. τι μὴ εἶναι…, διὰ ψήφου, ἀποφαίνομαι ὅτι δὲν εἶναί τι…, ὡς ἀπεχειροτονήσαθ’ ὑμεῖς μὴ φίλι’ εἶναι ὁ αὐτ. 703. 24· πρβλ. Ἰσαῖον 60. 4· ἀπ. τινὸς ὡς οὐδὲν αὐτῷ προσήκει ὁ αὐτ. 60. 40: - Πρβλ. ἀποψηφίζομαι.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
rejeter ou écarter par un vote à main levée : τινα τῆς ἀρχῆς qqn du pouvoir.
Étymologie: ἀπό, χειροτονέω.