σκέψις
Ἕκτορ νῦν σὺ μὲν ὧδε θέεις ἀκίχητα διώκων → Hector, you run in pursuit of something unattainable | Hector, now art thou hasting thus vainly after what thou mayest not attain | Hector, now you are hasting thus vainly after what you may not attain
English (LSJ)
εως, ἡ, (σκέπτομαι)
A viewing, perception by the senses, ἡ διὰ τῶν ὀμμάτων σ. Pl.Phd.83a; observation of auguries, Hdn.8.3.7. II examination, speculation, consideration, τὸ εὕρημα πολλῆς σκέψιος Hp. VM4, cf. Pl.Alc.1.130d; βραχείας σ. Id.Tht.201a; νέμειν σ. take thought of a thing, v.l. in E.Hipp.1323; ἐνθεὶς τῇ τέχνῃ σ. Ar.Ra. 974; σ. ποιεῖσθαι Pl.Phdr.237d; σ. προβέβληκας Id.Phlb.65d; σ. λόγων Id.R.336e; σ. περί τινος inquiry into, speculation on a thing, Id.Grg.487e, etc.; περί τι Id.Lg.636d; ἐπὶ σκέψιν τινὸς ἐλθεῖν X. Oec.6.13. 2 speculation, inquiry, ταῦτα ἐξωτερικωτέρας ἐστὶ σκέψεως Arist.Pol.1254a34; ἔξω τῆς νῦν σ. Id.Ph.228a20; οὐκ οἰκεῖα τῆς παρούσης σ. Id.EN1155b9, etc. 3 hesitation, doubt, esp. of the Sceptic or Pyrthonic philosophers, AP7.576 (Jul.); the Sceptic philosophy, S.E.P.1.5; οἱ ἀπὸ τῆς σ. the Sceptics, ib.229. 4 in politics, resolution, decree, συνεδρίον Hdn.4.3.9, cf. Poll.6.178.
German (Pape)
[Seite 894] ἡ, das Betrachten, die Betrachtung, Untersuchung, Ueberlegung; Eur. Hipp. 1323; περί τινος, Plat. Gorg. 487 e; περί τι, Legg. I, 636 d; ἡ διὰ τῶν ὀμμάτων σκέψις, Phaed. 83 a; mit folgendem Fragesatze, ἵνα μοι χρόνος ἐγγένηται τῇ σκέψει, τί λέγοι ὁ ποιητής, Prot. 339 e; σκέψιν ποιεῖ. σθαι, = σκέπτομαι, Phaedr. 237 d, wie Pol. 8, 18, 5; Xen. Hier. 9, 9; das Bedenken, bes. der Skeptiker od. Pyrrhoniker (s. σκεπτικός) die auch οἱ ἀπὸ τῆς σκέψεως heißen, S. Emp. pyrrh. 1, 229.
Greek (Liddell-Scott)
σκέψις: -εως, ἡ (σκέπτομαι) παρατήρησις, τὸ θεᾶσθαι, παρατηρεῖν διὰ τῶν αἰσθήσεων, ἡ διὰ τῶν ὀμμάτων σκ. Πλάτ. Φαίδων 83Α· τὸ ἀγρυπνεῖν, φυλάττειν, Ἡρῳδιαν. 8. 3. II. ἐξέτασις, ἔρευνα, θεωρία, πολλῆς σκέψιος τὸ εὕρημα Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 9, πρβλ. Πλάτ. Ἀλκ. 1. 130D· βραχείας σκέψεως ἐστὶ ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 201Α· νέμειν σκέψιν, σκέπτομαι περί τινος, Εὐρ. Ἱππ. 1323· ἐνθείς τῇ τέχνῃ σκέψιν Ἀριστοφ. Βάτρ. 974· σκέψιν ποιεῖσθαι Πλάτ. Φαῖδρ. 237D· προβάλλειν σκ. ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβ. 65D· σκ. λόγων ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 336Ε, περί τινος, ἐξέτασις, διάσκεψις περί τινος, ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 487Ε, κτλ.· περὶ τι ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 636D· ἐπὶ σκέψιν τινὸς ἐλθεῖν, ἰέναι, ὁρμᾶ Ξεν. Οἰκ. 7, 13, Πλάτ., κλπ. 2) ἔρευνα, ζήτησις, ταῦτα ἐξωτερικωτέρας ἐστὶ σκέψεως Ἀριστ. Πολιτικ. 1, 5, 4· ἔξω τῆς νῦν σκ. ὁ αὐτ. ἐν Φυσ. 5, 9· οὐκ οἰκεῖα τῆς παρούσης σκ. ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 8. 1, 7, κτλ. 3) δισταγμός, ἀμφιβολία, μάλιστα ἐπὶ τῶν σκεπτικῶν ἢ Πυρρωνικῶν φιλοσόφων, Ἀνθ. Π. 7. 576· ἴδε σκεπτικός ΙΙ. 4) ἐν τῇ πολιτικῇ, ἀπόφασις, ψήφισμα, Λατ. consultum, συνεδρίου Ἡρῳδιαν. 4. 3, 21, πρβλ. Πολυδ. Ϛ΄, 178.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 perception par la vue;
2 fig. examen, réflexion.
Étymologie: σκέπτομαι.