μεταστρέφω

From LSJ
Revision as of 19:45, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταστρέφω Medium diacritics: μεταστρέφω Low diacritics: μεταστρέφω Capitals: ΜΕΤΑΣΤΡΕΦΩ
Transliteration A: metastréphō Transliteration B: metastrephō Transliteration C: metastrefo Beta Code: metastre/fw

English (LSJ)

aor. Pass.-εστρέφθην Il.8.258, al., -εστράφην [ᾰ] Hdt.3.121, etc.:—

   A turn about, turn round, τῶ κε Ποσειδάων . . αἶψα μεταστρέψειε νόον Il.15.52; εἴ κεν Ἀχιλλεὺς ἐκ χόλου . . μεταστρέψῃ φίλον ἦτορ 10.107; τὸ πρόσωπον πρός τι Pl.Smp.190e: —Med., μεταστρέφεσθαι πρὸς τὸ μαλθακώτερον Ar.Ra.538 (lyr.):— Pass., turn oneself about, turn about, whether to face the enemy, στῆ δὲ μεταστρεφθείς Il.11.595, 15.591, cf. Hdt.7.211; or to flee, τῷ δὲ μεταστρεφθέντι μεταφρένῳ ἐν δόρυ πῆξεν Il.8.258; simply, turn round, Hdt.3.121, Pl.Phd.116d, etc.; turn about (to see if any one follows), Ar.Lys.125, D.21.221; recur, ἐπὶ τὰ προειρημένα Pl.Cra.428d.    2 turn round, retort, αἰτίας D.41.13.    3 twist or turn all ways, πάντα μεταστρέφοντα λόγον βασανίζειν Pl.Tht.191c; λόγους ἄνω καὶ κάτω μ. Id.Phdr.272b; turn upside down, ἅπαντα μ. τύχη Philem.111:—Pass., τἄνω κάτω ὁ βίος μεταστραφείς Men.5.    4 misrepresent, [δικαιοσύνης καὶ ἀδικίας] τὴν δύναμιν Pl.R.367a: generally, change, alter, τὸ δίκαιον οὐκ ἔστι μεταστρέψαι Arist.Rh.1376b21, cf. 1412a33; invert, τὰ τοῦ Ξενοφάνους ib. 1377a23:—Pass., ὁρᾷς γὰρ τἄμ' ὅσῳ μετεστράφη how my fortunes are changed, E.Ba.1329; τὸ ψήφισμ' ὅπως μεταστραφείη Ar.Ach.537.    5 ἀντὶ τοῦ ἰῶτα ἦτα μ. use one for another, Pl.Cra. 418c.    II intr., turn another way, change one's ways, ἦ τι μεταστρέψεις; Il.15.203: aor. part. μεταστρέψας contrariwise, Pl.Grg.457a (pl.), R.587d.    2 turn so as to punish or avenge, of the gods, μή τι μεταστρέψωσιν ἀγασσάμενοι κακὰ ἔργα Od.2.67 (unless trans., turn back (upon the sinners), cf. μετάτροπος 2).    3 c. gen., care for, regard, E.Hipp.1226.

German (Pape)

[Seite 154] weg- u. wo anders hinwenden, umkehren; ἐκ χόλου – φίλον ἦτορ, Il. 10, 107; νόον, 15, 52; u. mit dem Nebenbegriff strafender Vergeltung, μή τι μεταστρέψωσιν (θεοί) Od. 2, 67 (vgl. μετάτροπος); übh. verändern, den Sinn ändern, ἤ τι μεταστρέψεις, Il, 15, 203; ἑαυτὸν πρὸς τὸ μαλθακώτερον, Ar. Ran. 539. – Med. u. pass. sich umwenden, στῆ δὲ μεταστρεφθείς, Il. 11, 595. 15, 591. 17, 114, gegen den Feind; aber auch auf der Flucht vom Feinde ab, 8, 258. 11, 447; übh. verändern, ὁρᾷς τἄμ' ὅσῳ μετεστράφη, Eur. Bacch. 1328; τὸ ψήφισμ' ὅπως μεταστραφείη, Ar. Ach. 511; χρὴ πάντας τοὺς λόγους ἄνω καὶ κάτω μεταστρέφοντα ἐπισκοπεῖν, hin u. her, ganz u. gar umwendend, Plat. Phaedr. 272 b, vgl. Theaet. 191 c (βίος ἄνω κάτω μεταστραφείς, Men. bei Stob. fl. 44, 3); μεταστρέψας, umgekehrt, Rep. IX, 587 d, vgl. Gorg. 456 e; Sp., νόον, Ap. Rh. 1, 808; Plut. – Im med. sich umkehren u. zu Einem hinwenden, ἐπὶ τὰ προειρημένα, Plat. Crat. 428, öfter; μεταστρεφόμενος ἀπῄει, Phaed. 116 d; μεταστραφήσεται, Rep. VII, 518 d; Xen. Cyr. 8, 3, 28. 30; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μεταστρέφω: μέλλ. -ψω· παθ. ἀόρ. -εστρέφθην Ἰλ., -εστράφην [ᾰ] Ἀττ. Ὡς καὶ νῦν, μεταστρέφω, «γυρίζω», τῷ κε Ποσειδάων... αἶψα μεταστρέψειε νόον Ἰλ. Ο. 52· εἴ κεν Ἀχιλλεὺς ἐκ χόλου... μεταστρέψῃ φίλον ἦτορ Κ. 107· μετ. ἑαυτὸν πρὸς τὸ μαλθακώτερον Ἀριστοφ. Βάτρ. 538· τὸ πρόσωπον πρὸς τι Πλάτ. Συμπ. 190Ε. - Παθ., περιστρέφομαι, στρέφομαι πέριξ, ἢ ὅπως ἀντιμετωπίσω τὸν ἐχθρόν, στῆ δὲ μεταστρεφθεὶς Ἰλ. Λ. 595., Ο. 591, πρβλ. Ἡρόδ. 7. 211· ἢ ὅπως φύγω, τῷ δὲ μεταστρεφθέντι μεταφρένῳ ἐν δόρυ πῆξεν Ἰλ. Θ. 258., Λ. 447· ἀκολούθως ἁπλῶς στρέφομαι, στρέφομαι ὀπίσω, Ἡρόδ. 3. 121, Πλάτ. Φαίδων 116D, κτλ.· στρέφομαι, «γυρίζω» (ὅπως ἴδω ἂν ἀκολουθῇ τις), Δημ. 585. 11, πρβλ. Ἀριστοφ. Λυσ. 125. 2) διαστρέφω, μεταστρέψαντα τὰς αἰτίας ἐγκαλεῖν καὶ διαβάλλειν Δημ. 1032. 1. 3) περιστρέφω, μεταστρέφοντα τὸν λόγον βασανίζειν Πλάτ. Θεαίτ. 191C· ὡσαύτως, μ. ἄνω καὶ κάτω ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 272Β· ἀνατρέπω, μ. τύχη ἅπαντα Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 14. - Παθ., τἄνω κάτωβίος μεταστραφεὶς Μένανδρ. ἐν «Ἀδελφοῖς» 4. 4) διαστέφω, κάμνω κακὴν χρῆσιν, διαφθείρω, δύναμιν Πλάτ. Πολ. 367Α. 5) μεταβάλλω, τροποποιῶ, ἀλλοιῶ, τὸ δίκαιον οὐκ ἔστι μεταστρέψαι Ἀριστ. Ρητ. 1. 15, 24, πρβλ. 3. 11, 6. - Παθ., ὁρᾷς γὰρ τἄμ’ ὅσῳ μετεστράφη, πῶς μετεβλήθη ἡ τύχη μου, Εὐρ. Βάκχ. 1330· τὸ ψήφισμ’ ὅπως μεταστραφείη Ἀριστοφ. Ἀχ. 537. 6) μ. τι ἀντί τινος, μεταχειρίζομαί τι ἀντὶ ἑτέρου, Πλάτ. Κρατ. 418C. ΙΙ. ἀμεταβ., στρέφομαι πρὸς ἄλλην διεύθυνσιν, μεταβάλλω τὸν τρόπον μου, ἦ τι μεταστρέψεις; Ἰλ. Ο. 203· μετοχ. ἀορ. μεταστρέψας, τοὐναντίον, τἀνάπαλιν, οἱ δὲ μεταστρέψαντες χρῶνται τῇ ἰσχύϊ καὶ τῇ τέχνῃ οὐκ ὀρθῶς Πλάτ. Γοργ. 456Ε, Πολ. 587D. 2) στρέφομαι πρὸς τιμωρίαν ἢ ἐκδίκησιν, ἐπὶ τῶν θεῶν, μή τι μεταστρέψωσιν ἀγασσάμενοι κακὰ ἔργα Ὀδ. Β. 67· πρβλ. μετάτροπος 2. 3) μετὰ γεν., φροντίζω περί τινος, οὔθ’ ἱπποδέσμων οὔτε κολλητῶν ὄχων μεταστρέφουσαι, «φροντίδα ποιούμεναι» (Σχόλ.), Εὐρ. Ἱππ. 1226· πρβλ. μετατρέπω.

French (Bailly abrégé)

f. μεταστρέψω, ao. μετέστρεψα, ao.2 Pass. μετεστράφην;
I. tr. tourner dans un autre sens, retourner, d’où
1 changer : νόον IL les sentiments;
2 retourner, réfuter (une accusation);
II. intr. 1 tourner mal, devenir pire;
2 se tourner vers ; s’inquiéter de, se soucier de, gén.;
Moy. μεταστρέφομαι (ao. Pass. μετεστρέφθην, ao.2 μετεστράφην) se détourner, faire volte-face.
Étymologie: μετά, στρέφω.