Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

φιλονεικέω

From LSJ
Revision as of 19:47, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

Ὁ δ' ἀνεξέταστος βίος οὐ βιωτὸς ἀνθρώπῳ → The unexamined life is not worth living

Plato, Apology of Socrates 38a
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλονεικέω Medium diacritics: φιλονεικέω Low diacritics: φιλονεικέω Capitals: ΦΙΛΟΝΕΙΚΕΩ
Transliteration A: philoneikéō Transliteration B: philoneikeō Transliteration C: filoneikeo Beta Code: filoneike/w

English (LSJ)

φῐλονεικ-ία, φῐλόνεικ-ος, v φιλονικ-έω, -ία, -ος.

German (Pape)

[Seite 1282] ein φιλόνεικος sein, zanksüchtig, rechthaberisch sein, bes. wetteifern, den Vorrang streitig machen; Thuc. 3, 82. 5, 43; Amphis bei Ath. IV, 175 a; τινὶ πρὸς ἀρετήν, mit Einem in der Tugend, Plat. Legg. V, 731 a; προσεποιεῖτο φιλονεικεῖν πρὸς τὸ ἐμὲ εἶναι τὸν ἀποκρινόμενον Rep. I, 338 a; vgl. Gorg. 457 e; ohne πρός Prot. 360 d; περὶ ἀριστείων Legg. XI, 933 c; τούτου ἕνεκα πεφιλονείκηνται X, 907 e; πρὸς ἀλλήλους Lys. 3, 40; περί τινος, Isocr. 2, 25. 4, 85; Xen. Cyr. 1, 4,15 u. öfter; auch mit flgdm ὅπως, Mem. 2, 3,17; περί τινος Pol. 5, 93, 8.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλονεικέω: (τὸ ὀρθὸν φιλονικέω, ἴδε ἐν τέλει), ἀγαπῶ τὰς ἔριδας, τὰς λογομαχίας ἀγωνίζομαι ἐπιμόνως, ἀντιμάχομαι, ἐρίζω ἐπιμόνως, εἶμαι φίλερις, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασίας, φρονήματι φ. ἠναντιοῦτο, ἀγόμενος ἐκ φατριαστικοῦ πνεύματος, Θουκ. 5. 43, Λυσί. 165. 2· φιλονεικοῦντας, ἀλλ’ οὐ ζητοῦντας τὸ προκείμενον Πλάτ. Γοργ. 457Ε, πρβλ. Πολ. 499Ε, Λυσί. 913 Reisk.· οἵτινες… νενικηκότες ἤδη… οὕτω φιλονεικοῦσιν, ὥστε… Ξεν. Ἑλλ. 6. 3, 16. ― Κεῖται δέ, ἀπολ., ἴδε ἀνωτ.· ― φ. πρός τινα περί τινος Λυσ. 100. 1· τινὶ πρός τι Πλάτ. Νόμ. 731Α· καὶ ἄνευ τοῦ προσώπου, φ. περί τινος Ἰσοκρ. 19Ε, 217C, Πλάτ. Νόμ. 935C· ― μετ’ αἰτ., φ. τὸ ἐμὲ εἶναι τὸν ἀποκρινόμενον, θέλεις καὶ καλὰ ἐγὼ νὰ ἀποκριθῶ, Πλάτ. Πρωτ. 360Ε· ἀλλ’ ἡ αἰτιατ. εἶναι κατὰ τὸ πλεῖστον οὐδ. ἐπιθ., τὰ χείρω φ., εἶμαι τοσοῦτον ἰσχυρογνώμων ὥστε νὰ ἐκλέξω τὸ χεῖρον, Θουκ. 5. 111· μηδὲν φιλονείκει Δημ. 501. 5· ― ὡσαύτως, φ. τοῦτο, ὅπως… Πλάτ. Φίληβ. 14Β· καί, φ. ὅπως… Ξεν. Ἀπομν. 2. 3, 17· ― ἐν Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 6, 15, ἀντὶ ἐφιλονείκησαν αὐτούς, πιθανῶς διορθωτέον αὐτοῖς ἢ πρὸς αὐτούς. ― Παθ., πεφιλονείκηνται οἱ λόγοι μή… Πλάτ. Νόμ. 907C. 2) ἐπὶ καλῆς σημασίας, ἁμιλλώμενοι καὶ φ. Ξεν. Κύρ. 1. 4, 15· φ. περὶ τῶν καλλίστων Ἰσοκρ. 57Ε· φ. ὅπως… ὁ αὐτ. 105C· φιλονεικητέον ὑπέρ τινος ὁ αὐτ. 135Β. ― Περὶ τοῦ τύπου φιλονικέω, ἴδε φιλόνεικος ἐν τέλει.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 aimer les querelles ; quereller : τι chercher querelle pour qch;
2 le disputer à.
Étymologie: φιλόνεικος.