πῆγμα

From LSJ
Revision as of 19:47, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῆγμα Medium diacritics: πῆγμα Low diacritics: πήγμα Capitals: ΠΗΓΜΑ
Transliteration A: pē̂gma Transliteration B: pēgma Transliteration C: pigma Beta Code: ph=gma

English (LSJ)

ατος, τό, (πήγνυμι)

   A anything fastened or joined together, framework, of a ship, κέλητος π. AP5.203 (Mel.); τὸ π. τῆς σχεδίας Ph.Byz.Mir.4.5; of a roof, Annuario 6/7.450 ; θύρα κέλλας, στοὰ σὺν πήγμασι, POxy.2146.9,12 (iii A. D.); τὸ τῶν ὀστέων π. LXX 4 Ma.9.21 ; τὸ πιοειδὲς π. Heliod. ap. Orib.49.33.5.    2 stage or scaffold used in theatres, Str.6.2.6, J.AJ14.15.5, BJ7.5.5, Juv.4.122, Suet.Claud.34, etc.    3 bookcase, Cic.Att.4.8.2.    4 metaph., π. γενναίως παγέν (Aurat. for πῆμα) bond in honour bound, A.Ag.1198 ; but also τὸ τῆς ὅλης π. σοφίας fabric, Ph.1.536.    II anything congealed, τὸ π. τῆς χιόνος frozen snow, Plb.3.55.5 ; τὸ π. τῆς τροφῆς, i. e. fat, Ruf.Onom. 215 ; solid mass, ἔστη π., of the waters of Jordan, LXX Jo.3.16.    III that which makes to curdle, as rennet does milk, Arist.HA516a4.

German (Pape)

[Seite 608] τό, 1) das Zusammenbefestigte, Zusammengesetzte, Gerüst, Gestell u. dgl.; Sp.; auch übertr., ὅρκος πῆγμα γενναίως παγέν, Aesch. Ag. 1171. – 2) das fest, dicht Gewordene, das Gefrorne, das Geronnene, Arist. H. A. 3, 6; τῆς χιόνος, Pol. 3, 55, 5; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πῆγμα: τό, (πήγνυμι) πᾶν πρᾶγμα συμπεπηγμένον ἢ συνημμένον, κατασκεύασμα ἐκ ξύλων συνηρμοσμένων εἰς ἕν, ἐπὶ πλοίου, Ἀνθ. Π. 5. 204· τὸ τῶν ὀστέων π. Ἰωσήπ. Μακκ. 9: ― Λατ. pegma, κινητὴ σκηνὴ ἢ ἰκρίωμα ἐν χρήσει ἐν θεάτροις, Juvenal. 4. 122, Sueton. Claud. 34, κτλ.· ― θήκη βιβλίων, Κικ. πρ. Ἀττ. 4. 84a. 2) μεταφορ., ὅρκος, πῆγμα γενναίως παγὲν (οὕτως Aurat ἀντὶ πῆμα), δεσμὸς ἐντίμως συνημμένος, Αἰσχύλ Ἀγ. 1198· πρβλ. πήγνυμι IV. ΙΙ. πᾶν πεπηγμένον πρᾶγμα, πῆγμα τῆς χιόνος, παγωμένη χιών, Πολύβ. 3. 55, 5. ΙΙΙ. τὸ συντελοῦν πρὸς πῆξιν, ὡς ἡ πυτία ἥτις κάμνει τὸ γάλα νὰ πήξῃ, Ἀριστ. π. Ζ. Ἱστ., 3. 6. 2.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
toute chose fixée ou ajustée solidement ; fig. chose fixée, foi jurée, serment.
Étymologie: πήγνυμι.