αὐστηρός

From LSJ
Revision as of 19:49, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

Τί κοινότατον; ἐλπίς. καὶ γὰρ οἷς ἄλλο μηδέν, αὕτη πάρεστι → What is most common? Hope. For those who have nothing else, that is always there.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐστηρός Medium diacritics: αὐστηρός Low diacritics: αυστηρός Capitals: ΑΥΣΤΗΡΟΣ
Transliteration A: austērós Transliteration B: austēros Transliteration C: afstiros Beta Code: au)sthro/s

English (LSJ)

ά, όν, (αὕω)

   A harsh, rough, bitter, ὕδωρ Pl.Phlb.61c, cf. Ti.65d; οἶνος αὐ., opp. γλυκύς, Hp.Acut.52, Fract.29, Arist.Pr.872b35, 934a34; ὀσμή Id.de An.421a30; of country, rugged, τόποι OGI 168.57 (i B.C.): metaph., harsh, crabbed, ποιητής Pl.R.398a (Comp.); severe, unadorned, ἡ πραγματεία ἔχει αὐ. τι Plb.9.1.2, cf. D.H.Dem. 47; γυμνάδος αὐστηρὸν . . πόνον severe, Epigr.Gr.201. Adv. -ρῶς, κατεσκευάσθαι D.H.Dem.43.    b in moral sense, rigorous, austere, Arist.EE1240a2; τοῖς βίοις Plb.4.20.7 (Sup.), cf. Phld.Hom.p.23 O. (Comp.); αὐ. καὶ αὐθάδης D.H.6.27, cf. Stoic.3.162, Vett. Val.75.11; strict, exacting, Ev.Luc.19.21, PTeb.315.19 (ii A. D.); αὐστηρότερον, τό, excessive rigour, BGU140.18 (ii A. D.). Adv. -ρῶς Satyr.Vit.Eur. Fr.39 iv 19: Comp. -ότερον LXX 2 Ma.14.30.

Greek (Liddell-Scott)

αὐστηρός: -ά, -όν, (αὔω, ξηραίνω) ὁ καθιστῶν τὴν γλῶσσαν ξηρὰν καὶ τραχεῖαν, τραχύς, δριμύς, πικρός, ὕδωρ Πλάτ. Φίλ. 61C, πρβλ. Τίμ. 65D· οἶνος αὐστ., κατ΄ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ γλυκὺς Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 392, π. Ἀγμ. 770, Ἀριστ. Πρβλ. 3. 13· ὀσμὴ ὁ αὐτ. περὶ Ψυχ. 2. 9, 5: - αὐστηρίζων, ὡς εἰ ἐκ ῥήμ. αὐστηρίζω, ἀπαντᾷ ἐν τοῖς τοῦ Ermerins Ἰατρικοῖς Ἀνεκδότοις 235. 2) μεταφ. ὡς τὸ Λατ. austerus, τραχύς, στρυφνός, δύσκολος, ποιητὴς Πλάτ. Πολ. 398Α· σοβαρὸς ἀκόμψευτος, πραγματεία Πολύβ. 9. 1, 2, πρβλ. Διον. Ἁλ. π. Δημ. 47· γυμνάδος αὐστηρὸν.. πόνον Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 201. β) ἐπὶ ἠθ. ἐννοίας, τραχύς, χαλεπός, σκληρός, αὐ. καὶ αὐθάδης Διον. Ἁλ. 6. 27, πρβλ. Εὐαγγ. κ. Λουκ. 19. 21: - Ἐπιρρ. -ρῶς Διον. Ἁλ. π. Δημ. 55, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
1 sec, rude, âcre;
2 fig. rigide, sévère, austère;
Sp. αὐστηρότατος.
Étymologie: *αὐστός, adj. verb. de αὔω.