ἄφθονος
English (LSJ)
ον,
A without envy: hence, I Act., free from envy, Pi.O.6.7; ἄνδρα τύραννον ἄ. ἔδει εἶναι Hdt.3.80, cf. Pl.R.500a. Adv. -νως Id.Lg.731a. 2 ungrudging, bounteous, of earth, ἄφθονε δαῖμον h.Hom.30.16; ἀφθόνῳ μένει, ἀφθόνῳ χερί, A.Ag.305, E.Med.612; ἀ. λειμῶνες Pl.Sph.222a, cf. Ax.371c. II more freq. (esp. in Prose) not grudged, plentiful, ἄ. πάντα παρέσται h.Ap. 536; καρπὸν πολλόν τε καὶ ἄ. Hes.Op.118; πλοῦτος Sol.33.5; χρυσὸς ἄ. Hdt.6.132, cf. 7.83; χώρη . . ἄ. λίην Id.2.6; ἄ. βίοτος A.Fr.196; πόλιν ἀφθονεστάτην χρήμασιν Eup.307; χώρα πολλὴ καὶ ἄ. X.An.5.6.25; ἄφθονα καὶ πολλὰ ἔχων εἰπεῖν Aeschin.3.203; λόγοι ἄ. D.21.136; ἐν ἀφθόνοις βιοτεύειν to live in plenty, X.An.3.2.25; ἐν ἀφθόνοις τραφείς D.18.256; τὸ χαίρειν ἄφθονον εἰπών IG12(7).445 (Amorgos). 2 unenvied, provoking no envy, ὄλβος A.Ag.471 (lyr.). III irreg. Comp. -έστερος Pi.O.2.104, A.Fr.72, Pl.R.460b: Sup. -έστατος Eup.1.c.; regul. forms -ώτερος, -ώτατος, X.An.7.6.28, Cyr.5.4.40, etc. IV Adv., πάντα δ' ἀφθόνως πάρα Sol.38; ἀ. ἔχειν τινός to have enough of it, Pl.Grg.494c; ἀ. διδόναι Arist.Pol.1314b4; πολλά με διδάσκεις ἀ. Philem.154; ξένων καὶ ἐντοπίων ἀ. ζήσας IG5(2).491 (Megalop., ii/iii A.D.).
German (Pape)
[Seite 410] 1) keinen Neid hegend, Οὐρανίδαι Phocyl.;Pind. Ol. 6, 7; Her. 3, 80; καὶ πρᾶος Plat. Rep. VI, 500 a; nicht kärglich, freigebig, H. h. 30, 16; Pind. Ol. 2, 104; Aesch. Ag. 296; vom Boden, ergiebig, λειμῶνες Plat. Soph. 222 a; ὧραι Axioch. 371 c. – 2) unbeneidet, gew. reichlich gespendet, im Ueberfluß vorhanden, H. h. Apoll. 536; Hes. O. 118; ὄλβος Aesch. Ag. 458; βίος Philetaer. Ath. VII, 280 d; oft in Prosa; bes. von Früchten, καρποί, πόα, Plat. Polit. 272 a; ἐν ἀφθόνοις βιοτεύειν, im Ueberfluß leben, Xen. An. 3, 2, 25; ἐν τοῖς ἀφθονωτάτοις στρατοπεδεύεσθαι Cyr. 5, 4, 40; ἐν ἀφθόνοις τραφείς Dem. 18, 256; vgl. daselbst 89 πόλεμος ἐν πᾶσι τοῖς κατὰ τὸν βίον ἀφθονωτέροις καὶ εὐωνοτέροις διήγαγεν ἡμᾶς; ἐν ἀφθόνοις τοὺς νεοττοὺς ἐκτρέφειν Ael. H. A. 2, 43. – Compar. außer den regelmäßigen Formen ἀφθονέστερος, Pind. Ol. 2, 104; Aesch. frg. Ath. X, 424 d; ἀφθονεστάτην χρήμασι πόλιν Eupol. Eust. Od. 1441, 16; Plat. Rep. V, 460 b. – Adv. ἀφθόνως, z. B. χρῆσθαι τοῖς βέλεσι, die Geschosse nicht sparen, Pol. 1, 40; πάντ' ἔχοντες ἀφθ. Antiph. Stob. 121, 9; im Wortspiel, πολλὰ διδάσκεις ἀφθόνως διὰ φθόνον, Philem. Stob. Floril. 38, 24.
Greek (Liddell-Scott)
ἄφθονος: -ον, ὁ μὴ ἔχων φθόνον, ἑπομένως, Ι. ἐνεργ. ὁ μὴ φθονῶν, Πινδ. Ο. 6. 10· ἄνδρα τύραννον ἄφθ. ἔδει εἶναι Ἡρόδ. 3. 80, Πλάτ. Πολ. 500Α: - Ἐπίρρ. -νως ὁ αὐτ. Νόμ. 731Α. 2) ὁ μὴ φειδωλός, δαψιλής, ἀφειδής, δαψιλῶς καὶ γενναίως παρέχων τι, Λατ. benignus, περὶ τῆς γῆς, Ὕμν. Ὁμ. 30. 16· ἀφθόνῳ μένει, ἀφθόνῳ χερὶ Αἰσχύλ. Ἀγ. 305, Εὐρ. Μήδ. 612. ΙΙ. συνηθέστερον (ἰδίως παρὰ τοῖς πεζολόγοις), ὁ ἄνευ φειδοῦς διδόμενος, δαψιλής, ἄφθ. πάντα παρέσται Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπ. 536· καρπὸν πολλόν τε καὶ ἄφ. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 118· πλοῦτος Σόλων 32· χρυσὸς ἄφθ. Ἡρόδ. 6. 132, πρβλ. 7. 83· χώρη... ἄφθ. λίην ὁ αὐτ. 2. 6· οὕτω παρ’ Ἀττ., ἄφθ. βίοτος Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 198· ἀφθ. μένει ὁ αὐτ. Ἀγ. 305· ἄφθονος χρήμασιν Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 13· πολὺς καὶ ἄφθ. ἢ ἄφθ. καὶ πολὺς Ξεν. Ἀν. 5. 6, 25, Αἰσχίν. 83. 2· λόγους δὲ ἀφθόνους τοιούτους Δημ. 559. 11· ἐν ἀφθόνοις βιοτεύειν, ζῆν ἐν ἀφθονίᾳ, Ξεν. Ἀν. 3. 2. 25· ἐν ἀφθόνοις τραφῆναι Δημ. 312. 18. 2) = ἀνεπίφθονος, ὃν δὲν φθονεῖ τις, ὁ μὴ προκαλῶν φθόνον, ὄλβος Αἰσχύλ. Ἀγ. 471. ΙΙΙ. ἀνώμαλ. συγκρ. -έστερος Πινδ. Ο. 2. 171, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 68, Πλάτ. Πολ. 460Β· ὑπερθ. -έστατος Εὔπολ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἀλλ’ οἱ κανονικοὶ τύποι -ώτερος, -ώτατος παρὰ Ξεν. ἐν Ἀν. 7. 6, 28, Κύρ. 5. 4, 40, κτλ. IV. Ἐπίρρ., ἀφθόνως, πάντα δ’ ἀφθόνως πάρα Σόλων 37· ἀφθόνως ἔχειν τινὸς Πλάτ. Γοργ. 494C· ἀφθ. διδόναι Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 11, 19· πολλά με διδάσκεις ἀφθ. Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 62.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
I. 1 qui n’envie pas, exempt d’envie;
2 libéral, bienfaisant;
II. non envié, d’où
1 qui n’est pas un objet d’envie;
2 non refusé, non accordé avec parcimonie ; abondant, copieux : πλοῦτος ἄφθονος PLUT richesses abondantes ; χρυσὸς ἄφθονος HDT or en abondance ; χώρη ἄφθονος HDT pays opulent ; ἐν ἀφθόνοις τραφῆναι DÉM avoir été élevé dans l’abondance ; ἐν ἀφθόνοις βιοτεύειν XÉN vivre dans l’abondance;
Cp. ἀφθονώτερος, Sp. ἀφθονώτατος.
Étymologie: ἀ, φθόνος.