ἀτράπεζος
From LSJ
English (LSJ)
[ρᾰ], ον, (τράπεζα)
A unsocial, Man.4.563.
German (Pape)
[Seite 388] (τράπεζα), ohne Tisch, Maneth. 4, 564.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτράπεζος: -ον, (τράπεζα) ὁ ἄνευ τραπέζης, τούτου χάριν ἄστεγος ἦν καὶ ἀτράπεζος, πένης, ἀλήτης, γυμνός, Γρηγ. Νύσσ. τ. 1. σ. 419D. 2) ἀκοινώνητος, ἀλλόφρων, δύσμικτος… ἀτράπεζος Μανέθ. 4. 563.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 sans table, sans nourriture;
2 qui se tient à part de la table commune, insociable.
Étymologie: ἀ, τράπεζα.