βύσσος

From LSJ
Revision as of 19:50, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶςholy God, holy Mighty, holy Immortal, have mercy on us

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βύσσος Medium diacritics: βύσσος Low diacritics: βύσσος Capitals: ΒΥΣΣΟΣ
Transliteration A: býssos Transliteration B: byssos Transliteration C: vyssos Beta Code: bu/ssos

English (LSJ)

ἡ,

   A flax, and the linen made from it, Emp.93, Theoc.2.73, etc.; used of perennial flax, Linum angustifolium, grown in Elis, Paus.6.26.6, and of Linum usitatissimum, = λίνον Ἑβραίων, Id.5.5.2; also, in later writers, of Indian cotton, Gossypium herbaceum, Poll. 7.76, Philostr.VA2.20; and of silk, τὰ Σηρικὰ ἔκ τινων φλοιῶν ξαινουένης βύσσου Str.15.1.20.

German (Pape)

[Seite 468] ἡ, nach Poll. 7, 75 ein seiner, gelblicher Flachs bei den Indern u. daraus bereitetes Leinen, Paus. 5, 5 Theocr. 2, 73 N. T., Baumwolle, Strab. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

βύσσος: ἡ, (Ἑβραϊστὶ b ûtz, Γεσέν. Λεξ. ἐν λ.) λεπτὸν ὑποκίτρινον λίνον (ἰδίως Αἰγυπτιακὸν καὶ Ἰνδικόν), καὶ τὸ ἐξ αὐτοῦ κατασκευαζόμενον ὕφασμα, Ἐμπεδ. 293, Θεόκρ. 2. 73· ― ἐξ αὐτοῦ κατεσκευάζοντο τὰ ὑφάσματα τῶν μουμιῶν τῶν Αἰγυπτίων (πρβλ. βύσσινος), οὐχὶ ἐκ βάμβακος, ἴδε Wilkinson’s Egypt (1η σειρά), 3. σ. 115· ― παρὰ μεταγεν. συγγραφ. λαμβανόμενον ἀντὶ τοῦ βάμβακος, ὡς ὑπὸ Φιλοστρ. 71, Πολυδ. Ζ΄, 76· διακρινόμενον ἀπὸ τῆς καννάβεως καὶ τοῦ λίνου, Παυσ. 6. 26, 6, παρβλ. 5. 5, 2· ὡσαύτως ἐν χρήσει ἐπὶ μετάξης, ἥτις ἐθεωρεῖτο ὡς εἶδος βάμβακος, τὰ Σηρικά, ἔκ τινων φλοιῶν ξαινομένης βύσσου Στράβ. 693. (Ἡ byssus τῶν νεωτέων φυσιοδιφῶν εἶναι ἡ μεταξώδης κλωστὴ τῆς pinna marina).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
lin très fin de l’Inde ; tardiv. coton.
Étymologie: DELG emprunt au sémit.