διάστημα

From LSJ
Revision as of 19:51, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάστημα Medium diacritics: διάστημα Low diacritics: διάστημα Capitals: ΔΙΑΣΤΗΜΑ
Transliteration A: diástēma Transliteration B: diastēma Transliteration C: diastima Beta Code: dia/sthma

English (LSJ)

ατος, τό, (διαστῆναι)

   A interval, freq. in Music, Archyt.2, Pl.R.531a, Aristox.Harm.p.4 M., al., Arist.Pr.922b6, Damox.2.57; of Time, δ. τετραετές Plb.9.1.1: generally, ἐκ μεγάλων δ. κινεῖσθαι Democr.191; δ. μεταξὺ κόσμων Epicur.Ep.2p.37U.; distance, Phld. D.3.8,9.    b Geom., radius, κέντρῳ τῷ Α, διαστήματι τῷ ΑΒ, γεγράφθω κύκλος Euc.1.1, cf. Ph.Bel.52.14; of a sphere, Autol. 6.    c aperture, ἀγγεῖον ἔχον δ. μέγα Arist.GA787b4; ἐκ πολλοῦ δ. Id.Aud.800a36; τὰ δ. τῆς χειρὸς τῶν δακτύλων the spaces between the fingers, Aen.Tact.31.35.    2 Medic., diastasis, of bones, Hp.Off.23 (pl.), cf. Gal.18(2).887.    3 difference, τῶν ἡδονῶν μεγάλα τὰ δ. Nicom.Com.1.22.    4 ratio, Archyt.2, Arist.Ph.202a18.    5 in Aristotle's symbolism, conjunction of two terms, APr. 42b10, APo.82b7, al.    6 extension, dimension, χρόνος κινήσεως δ. Zeno Stoic.1.26, cf. Chrysipp.ib.2.164, Dam.Pr.389; of Space, Arist.Ph.209a4, Plot.6.4.2; ὧν πρότερον διάστημα ἐνειστήκει whose extension (i.e. surface) it (the εἴδωλον) formerly occupied, Epicur. Nat.2.3.    II distinction of style, Longin.40.2.

Greek (Liddell-Scott)

διάστημα: τό, (διαστῆναι) διάστημα, ὁ μεταξὺ χῶρος, Πλάτ. Πολ. 531Α, κτλ.· ἐπὶ ἤχων, ὁ αὐτ. Φίλ. 17C, Ἀριστ. Προβλ. 19. 47, Δαμόξ. Συντρ. 1. 57· ἐπὶ χρόνου, ἐκ πολλοῦ δ. Ἀριστ. Ἀκουσμ. 7 κἑξ.· δ. τετραετὲς Πολύβ. 9. 1, 1. 2) βίαιος χωρισμός, Ἱππ. κατ’ Ἰητρ. 748. 3) διαφορά, τῶν ἡδονῶν μεγάλα τὰ δ. Νικόμαχ. Εἰλειθ. 1. 22. 4) ἐν τῇ τοῦ Ἀριστοτέλους λογικῇ, ἡ σχέσις μεταξὺ ὑποκειμένου καὶ κατηγορουμένου, ὥστε σχεδὸν = πρότασις, Ἀν. Πρ. 1. 4, 14 κ. ἀλλ.· πρβλ. 1. 25, 11, Ἀν. Ὑστ. 1. 21, 2. ΙΙ. ὕψος, Λογγῖν. 40.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
intervalle, distance.
Étymologie: διΐστημι.