ἔντοσθε
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
and ἔντοσθεν (the latter both before vowels, as Il.12.455, al., and before consonants, as ib.296, al.), Adv.
A from within, Od.2.424; also, = ἐντός, abs., Il.22.237: c. gen., ἔντοσθε χαράδρης 4.454, etc.; after its case, δόμων ἔ. Od.1.380: never in Att. or Trag., unless read metri gr. for ἔνδοθεν in A.Pers.991 (lyr.): rare in Prose, Hp. Medic.11, D.S.1.35, Luc.VH1.24.—The form ἔντοθεν, mentioned in Sch.D.T.p.278 H., An.Ox.1.178, is sts. found in codd., as Luc.Vit. Auct.26, and is conjectured in Od.9.239, 338.
German (Pape)
[Seite 857] u. vor Vocalen ἔντοσθεν, dasselbe; ἄλλοι δ' ἔντοσθε μένουσι Il. 22, 237; κοίλης ἔντοσθε χαράδρης 4, 454; a. D.; auch in sp. Prosa, wie D. Sic. 1, 35; τῶν δ' ἔντοσθεν οὐδὲν ἐδώδιμον Luc. V. H. 1, 24. – Bei B. A. 945, 27 ist auch ἔντοθεν aufgeführt.
Greek (Liddell-Scott)
ἔντοσθε: καὶ πρὸ φωνήεντος (ἢ ὅπως ἡ τελευταία συλλαβὴ καταστῇ μακρά, ὡς ἐν Ὀδ. Χ. 172) ἔντοσθεν, Ἐπίρρ. = ἐντός, ἀπολύτως, ἄλλοι δ’ ἔντοσθε μένουσι Ἰλ. Χ. 237· ἢ μετὰ γεν. ἔντοσθε χαράδρης Ἰλ. Δ. 454· ἔντοσθε μεσόδμης Ὀδ. Β. 424· ὡσαύτως μετὰ τὴν συντακτικὴν πτῶσιν: δόμων ἔντοσθεν ὄλοισθε Ὀδ. Α. 380, Β. 145· οὐδαμοῦ παρ’ Ἀττ., ἐκτὸς ἂν γένηται δεκτὸν ἐν Αἰσχύλ. Πέρσ. 992 (χάριν τοῦ μέτρου) ἀντὶ τοῦ ἔνδοθεν, βοᾷ βοᾷ μοι μελέων ἔντοσθεν ἦτορ· - ἀλλ’ ἐνίοτε παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, ὡς παρὰ Διοδ. 1. 35, καὶ Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 24. Ὁ τύπος ἔντοθεν, μνημονευόμενος ἐν Α. Β. 945. 27 καὶ ἐν Κραμήρου Ἀν. Ὀξ. 1. 178 εὕρηται ἐνίοτε ἐν ἀντιγράφ., ὡς π.χ. ἐν Λουκ. Βίων Πρ. 26, κλ.
French (Bailly abrégé)
adv. et prép.
de l’intérieur ; simpl. à l’intérieur ; avec un gén. à l’intérieur de.
Étymologie: ἐντός, -θε.