ἐργάσιμος
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
English (LSJ)
ον,
A to be worked, that can be worked, Alc. ap. Sch.Gen.Il.21.319, Plu.2.701c ; ξύλα, opp. καύσιμα, Poll.7.109 ; σκεῦος ἐ. δέρματος LXXLe.13.49 ; mostly of land, ἐ. χωρία tillable land, Pl.Lg.639a,958d, Arist.Pr.924a1 (sg. in PHal.1.103 (iii B.C.)); τὰ ἐ. X.Cyr.1.4.16, etc. ; τὰ τεμένη, ὅσα.. θεμιτόν ἐστιν ἐ. ποιεῖν to bring into cultivation, IG2.1059.17(iv B.C.) ; ἡ ἐ. (sc. γῆ) Thphr.HP 6.3.5. 2 ἐ. ἡμέρα a work-day, LXX 1 Ki.20.19. 3 ἐ., τό, cost of manufacture, ἄρτων UPZ149.25, cf. 20 (ii B.C.). II Act., working for a livelihood, τὸ ἐ. the working people, App.BC3.72 ; esp. of courtesans, Artem.1.78. 2 active, θρασύτης Orph.H.60.7.
German (Pape)
[Seite 1019] ον, zu bearbeiten, was bearbeitet werden kann, bes. vom Lande, urbar gemacht, χωρία Plat. Legg. I, 639 a; XII, 958 d; Xen. Cyr. 1, 4, 16; Theophr. u. Sp.; – thätig, arbeitend, θρασύτης Orph. H. 68, 11; τὸ ἐργάσιμον, die Arbeiter, App. B. C. 3, 72; γυναῖκες od. ἑταῖραι, öffentliche Huren, die ein Gewerbe damit treiben, Artemid. 1, 80.
Greek (Liddell-Scott)
ἐργάσιμος: -ον, καὶ η, ον, ὁ ἐπιδεκτικὸς ἐργασίας, ὁ χρησιμεύων πρὸς ἐργασίαν, λίθοι Πλούτ. 2. 701C· ξύλα Πολυδ. Η΄ 109· ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ γῆς, ἐργ. χωρία, ἀρόσιμα, Πλάτ. Νόμ. 639Α, 958D. οὕτω, τὰ ἐργ. Ξεν. Κύρ. 1. 4, 16, κτλ.· τὰ τεμένη ὅσα… θεμιτόν ἐστιν ἐργάσιμα ποιεῖν Συλλ. Ἐπιγρ. 103. 17· ἡ ἐργ. (δηλ. γῆ) Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6.3, 5. 2) ἐργάσιμος ἡμέρα, ἡμέρα καθ’ ἣν δύναταί τις ἢ ἐπιτρέπεται νὰ ἐργασθῇ, Ἑβδ. (Α΄, Βασιλ. Κ΄, 19). ΙΙ. ἐνεργ., ὁ ἐργαζόμενος πρὸς πορισμόν, τὸ ἐργάσιμον, οἱ ἐργαζόμενοι, ἡ ἐργατικὴ τάξις, Ἀππ. Ἐμφυλ. 3. 72· ἰδίως ἐπὶ ἑταιρῶν, Ἀρτεμιδ. 1. 80. 2) δραστήριος, θρασύτης Ὀρφ. Ὕμν. 59. 7.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qu’on peut travailler, exploiter ; particul. qu’on peut cultiver ; τὰ ἐργάσιμα XÉN terre labourable.
Étymologie: ἐργάζομαι.