θέσις

From LSJ
Revision as of 19:59, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θέσις Medium diacritics: θέσις Low diacritics: θέσις Capitals: ΘΕΣΙΣ
Transliteration A: thésis Transliteration B: thesis Transliteration C: thesis Beta Code: qe/sis

English (LSJ)

εως, ἡ, (τίθημι)

   A setting, placing, ἐπέων θ. setting of words in verse, Pi.O.3.8; πλίνθων καὶ λίθων Pl.R.333b, cf. IG7.3073.33 (Lebad.); θ. νόμων lawgiving, X.Ath.3.2, Pl.Lg.690d: in pl., νόμων θέσεις D.18.309, Arist.Pol.1289a22; θ. ὀνόματος giving of a name, Pl.Cra.390d; ἐπί τινος application of word to object, Demetr.Eloc. 145; θ. ἀγώνων institution of games, D.S.4.53; ordinance, disposition, S.Ichn.277 (only here in Trag.); setting forth in legal form, ἀσφαλειῶν POxy.1027.12 (i A.D.).    II laying down, ὅπλων, opp. ἀναίρεσις, Pl.Lg.814a; of diggers, plunging of the spade, opp. ἄρσις, Gp.2.45.5.    2 deposit of money, preparatory to a law-suit, Ar.Nu.1191 (pl.): generally, sum deposited in a temple, Inscr.Délos 365.14 (iii B.C.), IG12(3).322 (pl., Thera).    3 pledging, giving as security, D.33.12, Lys.8.10.    4 payment, τελῶν Pl.R.425d (pl.).    III adoption of a child, κατὰ θέσιν υἱωνός Plb.18.35.9, cf. Ph.2.36, Philostr. VA6.11; Κρινοτέλην Πινδάρου, θέσει δὲ Φιλοξένου IG12(3).274 (Anaphe), cf. 12(7).50 (Amorgos); adoption as a citizen of a foreign state, Ἁλεξανδρεὺς θέσει, Ἁθηναῖος θ. (opp. φύσει), Suid. s.v. Ἀρίσταρχος, Ἀριστοφάνης Πόδιος.    IV situation, of a city, Hp.Aër.6; πόλις αὐτάρκη θ. κειμένη Th.1.37, cf. 5.7; ἡ θ. τῆς χώρας πρὸς τὰ πνεύματα Thphr.CP3.23.5; τόπων θ. Plb.1.41.7: Astron., θ. τῶν ἄστρων Herm. in Phdr.p.149A.; position, arrangement, λεγομένων καὶ γραφομένων Pl.Tht.206a; τῶν μερῶν θέσεις Id.Lg.668e, cf. Epicur.Ep.1p.11U., Fr.30 (pl.).    2 Math., local position, Arist.GC322b33; ἔχειν θ. Id.APo.88a34; θ. ἔχειν πρὸς ἄλληλα to have a local relation, Id.Cat.4b21, cf. Pl.R.586c; τῇ θ. μέσον Arist.APr.25b36: Geom., θέσει δεδόσθαι or εἶναι, to be given in position, Archim.Sph.Cyl.2.3, Euc.Dat.4, Apollon.Perg.Con.2.46, al.; παρὰ θέσει parallel to a straight line given in position, [Euc.]Dat.Def.15; εἰς δύο θέσεις τὰς AB, AT to meet the two straight lines AB, AT given in position, Hero Metr.3.10; κατὰ τὴν θ. τὴν πρὸς ἡμᾶς Arist.Ph.208b23, etc.; οὐ τῇ θ. διαφέροντα μόνον, ἀλλὰ καὶ τῇ δυνάμει ib.22; so in Music, of notes in a scale, κατὰ θέσιν, opp. κατὰ δύναμιν, Ptol.Harm.2.5.    V Philos., thesis, position, assumed and requiring proof, Pl.R.335a, Arist.Top.104b19, APo.72a15; θέσιν διαφυλάττειν to maintain a thesis, Id.EN1096a2; κινεῖν to controvert it, Plu.2.687b, cf. 328a, etc.    2 general question, opp. ὑπόθεσις (special case), Aphth.Prog.13, Theon Prog.12, cf. Cic.Top.21.79, Quint.3.5.5 (but θ. includes ὑπόθεσις and ὁρισμός, Phlp.in APo.35.1; opp. ἀξίωμα, ib.34.9).    3 arbitrary determination, esp. in dat. θέσει, τὰ ὀνόματα μὴ θ. γενέσθαι Epicur.Ep. 1p.27U.; opp. φύσει, Chrysipp.Stoic.3.76, Str.2.3.7, etc.; τὰ θ. δίκαια, νόμιμα, Ph.1.50, 112; σημαίνειν θ. S.E.P.2.256.    4 affirmation, opp. ἄρσις, ib.1.192, cf. 2.244, Plot.5.5.6, etc.    VI a setting down, opp. ἄρσις (lifting), πᾶσα πορεία ἐξ ἄρσεως καὶ θέσεως συντελεῖται Arist.Pr.885b6: hence, in rhythm, downward beat, opp. the upward (ἄρσις), Aristid.Quint.1.13, Bacch.Harm.98, etc.    VII in prosody, θέσει μακρὰ συλλαβή long by position, opp. φύσει, D.T.632.30, Heph. 1.3: orig. prob. in signf. v.3, cf. Sch.D.T.p.206H.    2 θέσεις, αἱ, in punctuation, stops, Donat.in Gramm.Lat.4.372 K.    VIII part of a horse's hoof, ἡ θ. τοῦ ποδός Hippiatr.82.

German (Pape)

[Seite 1202] ἡ, 1) das Setzen, Stellen; ἐπέων Pind. Ol. 3, 8, die kunstvolle Stellung u. Verknüpfung der Wörter zu einem Verse u. Gedichte; πλίνθων καὶ λίθων Plat. Rep. I, 333 d, die Stellung, Anordnung; λεγομένων καὶ γραφομένων Theaet. 206 a; μερῶν Arist. H. A. 1, 15; – das Aufstellen, Geben, νόμων Plat. Legg. III, 690 d VIII, 837 e; Arist. Pol. 4, 1; – ὀνομάτων, das Geben der Namen, Plat. Crat. 390 d u. öfter in diesem Dialog. – Von Waffen, das Niederlegen, Ggstz ἀναίρεσις, Plat. Legg. VII, 813 e; – ἀγώνων, Einsetzen u. Geben der Kampfspiele, D. Sic. 4, 53. 5, 64. – 2) das zum Unterpfand Geben, Verpfändung; ἵππου Lys. 8, 10; ὅσουπερ ἡ θέσις ἦν Dem. 33, 12; B. A. 263 ὑποθήκη erkl. Vgl. Ar. Nubb. 1173 ἵν' αἱ θέσεις γίγνοιντο τῇ νουμηνίᾳ, nach Schol. αἱ δίκαι καὶ αἱ καταβολαὶ τῶν πρυτάνεων, das Auszahlen des Geldes. – 3) die Annahme an Kindes Statt, Adoption, Sp. ὁ κατὰ θέσιν πατήρ, Adoptivvater. Auch Annahme zum Bürger in einer fremden Stadt, Mein. Euphor. p. 5, Ggstz φύσει. So auch von der Länge der Sylben durch Position, Sest. Emp. adv. Gramm. 121. – 41 ein aufgestellter Satz, bes. Aufgabe zu philosophischen od. theoretischen Ausarbeitungen, ὑπόληψις παράδοξος τῶν γνωρίμων τινὸς κατὰ φιλοσοφίαν Arist. Top. 1, 11; θέσιν φυλάττειν Eth. 1, 5, 6; vgl. Plat. Rep. 1, 335 a Legg. X, 889 e; bes. Rhett., die es auch im Ggstz von ἄρσις für Affirmation brauchen. – 5) bei den Gramm. im Ggstz von ἄρσις, die Verssenkung, – auch die Interpunktionszeichen.

Greek (Liddell-Scott)

θέσις: -εως, ἡ, (τίθημι) τοποθέτησις, τακτοποίησις, ἐπέων τε θέσιν, σύνθεσιν ἐπῶν, Πίνδ. Ο. 3. 14˙ (ἐντεῦθεν θέσις = ποίησις, Ἀλκαῖ. 128)˙ πλίνθων καὶ λίθων Πλάτ. Πολ. 333B λεγομένων καὶ γραφομένων ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 206A τῶν μερῶν ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 668D θ. νόμων, νομοθεσία (ἴδε τίθημι IV), αὐτόθι 690D, Δημ. 328. 20, κτλ.˙ θ. ὀνομάτων, τὸ νὰ δώσῃ τις ὄνομα, Πλάτ. Κρατ. 390D θ. τελῶν, ἐπιβολὴ τελῶν, δασμῶν, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 425D θ. ἀγώνων, διορισμός, ἵδρυσις ἀγώνων, Διόδ. 4. 53. ΙΙ. κατάθεσις, ὅπλων, ἀντίθετον τῷ ἀναίρεσις, Πλάτ. Νόμ. 813E. 2) κατάθεσις χρημάτων πρὸ τῆς δίκης, Ἀριστοφ. Νεφ. 1191 (πρβλ. πρυτανεῖα)˙ χρήματα προπληρωνόμενα ἐπὶ ἀγορᾷ πράγματος, ἀρραβών, «καπάρο», Δημ. 896. 6, πρβλ. Λυσ. 113. 12. ΙΙΙ. παραδοχή τινος ὡς πολίτου εἰς ξένην πολιτείαν, Ἀλεξανδρεὺς θέσει, Ἀθηναῖος θ., ἀντίθετον τῷ φύσει (ἐκ γενετῆς) Σουΐδ.˙ Κρινοτέλην Πινδάρου, θέσει δὲ Φιλοξένου Συλλ. Ἐπιγρ. (Προσθῆκαι) 2480d, πρβλ. 2264o: - πρβλ. θέτης ΙΙΙ, θετὸς ΙΙ, υἱοθεσία. IV. θέσις, κατάστασις, Λατ. situs, θέσις πόλεως, Ἱππ. π. Ἀέρ. 283, Θουκ. 1. 37., 5. 7˙ ἡ θ. τῆς χώρας πρὸς τὰ πνεύματα Θεόφρ. Αἰτ. Φυτ. 3. 23, 5˙ γεωγραφικὴ θέσις, Πολύβ. 16. 29, 3. 2) ἐν τοῖς μαθηματικ., τοπικὴ θέσις, Ἀριστ. π. Γεν. καὶ Φθορ. 1. 6, 6, κ. ἀλλ.˙ κεῖσθαι θέσιν, ἴδε κεῖμαι ΙΙ. 1˙ ἔχειν θέσιν ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. Ὑστ. 1. 32, 2˙ θέσιν ἔχειν πρὸς ἄλληλα, ἔχειν τοπικὴν σχέσιν πρὸς ἄλληλα, ὁ αὐτ. ἐν Κατηγ. 6. 1, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 586B τῇ θέσει μέσον Ἀριστ. Ἀν Προτ. 1. 4, 3, κ. ἀλλ.˙ κατὰ τὴν θ. τὴν πρὸς ἡμᾶς ὁ αὐτ. ἐν Φυσ. 4. 1, 5, κτλ. V. ἐν τῇ φιλοσοφ. γλώσσῃ, θέσιςζήτημα τεθέν, οὗ ζητεῖται ἡ ἀπόδειξις, Πλάτ. Πολ. 335A, Ἀριστ. Τοπ. 1. 11, 4 κἑξ., Ἀν. Ὕστ. 1. 2, 7, κ. ἀλλ.˙ θέσιν διαφυλάττειν, διατηρεῖν αὐτὴν ἐν τῇ συζητήσει, ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Νικ. 1. 5, 6˙ κινεῖν, ἀναιρεῖν αὐτήν, Πλούταρχ. 2. 687B, πρβλ. Wytt. αὐτόθι 328A˙ πρβλ. ὑπόθεσις. 2) γενική τις ἀρχή, Λατιν. quaestio infinita, propositum, ἄρσις δὲ εἶναι μερικὴ περίπτωσις, quaestio finita, Κικ. Τοπ. 21, Κυντιλ. 3. 5. VI. κατάθεσις, καταβίβασις, ἀντίθετον τῷ ἄρσις (ὕψωσις), πᾶσα πορεία ἐξ ἄρσεως καὶ θέσεως συντελεῖται Ἀριστ. Προβλ. 5. 41˙ ἐντεῦθεν ἐν τῇ μουσικῇ ἢ τῇ ῥυθμικῇ, τὸ πρὸς τὰ κάτω κτύπημα, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ πρὸς τὰ ἄνω (ἄρσις), ἴδε ἄρσις ΙΙΙ. VII. ἐν τῇ Ρητορικῇ, ἐπιβεβαίωσις. VIII. παρὰ γραμμ., φωνῆέν τι εἶναι μακρὸν φύσει ἢ θέσει. 2) αἱ θέσεις, Λατ. positurae, αἱ στίξεις, Donat.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
A. I. action de poser, de placer, d’arranger;
II. fig. 1 action d’instituer, d’établir (des lois, des impôts, des concours, etc.);
2 convention, coutume;
3 t. de philos. action de poser une thèse, d’établir un principe, proposition;
4 affirmation (p. opp. à ἀπόφασις négation);
5 t. de droit adoption d’un enfant, ou d’un étranger par un citoyen;
6 t. de gramm. allongement d’une syllabe par position ; t. de pros. thésis, partie forte, accentuée d’un pied, p. opp. à l’arsis (ἄρσις);
III. action de déposer, d’abaisser :
1 au propre δακτύλων LUC action de poser les doigts (sur la flûte), p. opp. à ἄρσις;
2 t. de droit dépôt d’argent, consignation d’une somme;
B. position d’une ville.
Étymologie: τίθημι.