παρακελευστός
Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.
English (LSJ)
ή, όν,
A summoned, of a packed audience, Th.6.13.
German (Pape)
[Seite 482] zugerufen; auch = durch Zusammenrottung einer Partei zu einem Amte im Staate erwählt, Thuc. 6, 13, zw.; Sp., wie D. Cass. 39, 18.
Greek (Liddell-Scott)
παρακελευστός: -ή, -όν, ὁ παρακελευσθείς, ὁ παρακεκλημένος μετὰ κελεύσεως, ἐπὶ παρεσκευασμένου ἀκροατηρίου ὅπως ἐγκρίνῃ ἢ κατακρίνῃ τι, Θουκ. 6. 13 (διάφ. γραφ. παρασκευαστούς)· ἴδε παρακέλευσις ΙΙ, καὶ πρβλ. παρακλητός.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui prend parti pour, partisan.
Étymologie: παρακελεύω.