τρίγλη

From LSJ
Revision as of 20:06, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

Πυλάδη, σε γὰρ δὴ πρῶτον ἀνθρώπων ἐγὼ πιστὸν νομίζω καὶ φίλον ξένον τ' ἐμοίPylades for indeed I consider you, foremost among men, loyal and kind and a host to me (Euripides' Electra 82-83)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρίγλη Medium diacritics: τρίγλη Low diacritics: τρίγλη Capitals: ΤΡΙΓΛΗ
Transliteration A: tríglē Transliteration B: triglē Transliteration C: trigli Beta Code: tri/glh

English (LSJ)

ἡ,

   A red mullet, Mullus barbatus, Epich.64, Sophr.50, Cratin. 58,320, Philyll.13, Diocl.Fr. 135, PCair.Zen.83.2 (iii B. C.), Sor.1.51, 94, Gal.6.715; τ. μιλτοπάρηος Matro Conv. 27:—in later writers τρίγλᾰ or τρῖγλα prevailed, and is sts. found in codd. of earlier authors, as Arist.HA543a5, 591b19; τρῖγλαν (v.l. τρίγλαν) ἀπ' ἀνθρακιῆς AP6.105 (Apollonid.); τρίγλαν Corn.ND34, Plu.2.730b,977f, 983f; but only τρίγλη is recognized by Hdn.Gr.1.255 note, 1.318, Ath.7.324c.

Greek (Liddell-Scott)

τρίγλη: ἡ, τριγλί, χυδ. «μπαρμποῦνι» (πωγωνοφόρος), Ἰταλ. triglia, Ἐπίχ. 37 Ahr., οὐδ’ Αἰξωνίδ’ ἐρυθρόχρων ἐσθίειν ἔτι τρίγλην Κρατῖν. ἐν «Τροφωνίῳ» 1, ἐν Ἀδήλ. 14, Φιλύλλ. ἐν «Πόλεσι» 1, κλπ.˙ τρίγλη μιλτοπάρῃος Μάτρ. παρ’ Ἀθην. 135Β˙ - παρὰ μεταγεν., ὁ τύπος τρίγλᾰ ἢ τρῖγλα ἐπεκράτησε, καὶ πολλάκις εἰσήχθη ὑπὸ τῶν ἀντιγραφέων εἰς τοὺς δοκίμους συγγραφεῖς (οἷον Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 9, 5. , 8. 2, 31), τρίγλαν ἀπ’ ἀνθρακιῆς Ἀνθ. Π. 6. 105, πρβλ. Ἀθήν. 324C, Ἡρῳδιαν. Γραμμ. σ. 415. - Ἴδε μακρὰν σημείωσιν Κοραῆ εἰς Ξενοκράτ. σ. 103 καὶ 175.

French (Bailly abrégé)

c. τρίγλα.