πύελος
οὐκ ἔστιν οὐδείς, οὐδ' ὁ Μυσῶν ἔσχατος → there is nobody, not even the last of the Mysians | there is nobody, not even the meanest of mankind
English (LSJ)
(so Phld.Mort.33) or πύᾰλος, ἡ,
A trough, for feeding animals, Od.19.553. 2 bathing-tub, Hp. Acut.65, Ar.Eq.1060, Pax 843, Th.562, Crates Com.15.5, Eup.256, PEnteux.83 (iii B.C.). 3 vat, kitchen-boiler, Ar.V.141. 4 sarcophagus, Thphr.Lap.6, Arr.An.6.29.9, CIG3785, al. (Nicomedia), 4164 (Sinope); πύαλος, ib.2050 (Philippopolis), 3777 (Nicomedia), IGRom.1.624 (Tomi), Supp.Epigr.4.106 (Rome, ii A.D.). 5 = πυελίς 1.1, Poll.7.179. 6 infundibulum of the brain, Gal.2.709, UP8.3, 9.3. 7 a surgical instrument, Hermes 38.283. [ῡ Od. l.c., perh. metri gr., ῠ Att.]
German (Pape)
[Seite 814] ἡ (nach Buttm. von πλύνω, für πλύελος, wie ἔκπαγλος von ἐκπλαγῆναι), Trog, Wanne, woraus Gänse fressen, Od. 19, 553; Badewanne, Ar. Equ. 1060; Vesp. 141 πυέλου τρῆμα, der Ort, wo der Ofen die Badestube mit der Badewanne heizte, u. öfter, Pax 843; Pol. 30, 20, 3 u. Luc. Lexiph. 5; vgl. Poll. 7, 168. – Später auch der Sarg, übh. alles wannenartig ausgehöhlte hölzerne Geräth. – Spätere Form war πύαλος, Lob. Phryn. 309. – [Υ ist bei Hom. u. den En. lang, bei Ar. u. den Attikern kurz.]
Greek (Liddell-Scott)
πύελος: ἡ, ἐπιμήκης σκάφη, ἐν ᾗ ἐτίθετο τροφῇ διὰ ζῷα, Ὀδ. Τ. 553· λουτήρ, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 395, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1060, Εἰρ. 843, Θεσμ. 562, Κράτης ἐν «Θηρίοις»2. 5, Εὔπολις ἐν «Ταξιάρχοις» 8· - πᾶν ἀγγεῖον ἔχον τὸ σχῆμα σκάφης στρογγύλης, «μαστέλλο», λεκάνη μεγάλη, λέβης τοῦ μαγειρείου, Ἀριστοφ. Σφ. 141. 2) = σαρκοφάγος, Θεοφρ. π. Λίθ. 60, Συλλ. Ἐπιγρ. 3785-88, 4164· φέρεται καὶ πύαλος, αὐτόθι 2050, 3777· πρβλ. πυελὶς 2, καὶ ἴδε πτύαλον, ὕαλος. 3) = πυελὶς Ι, Πολυδ. Ζ΄, 179. 4) παρὰ τοῖς Ἐκκλ., κολυμβήθρα πρὸς βάπτισιν. Κατὰ τὸν Κούρτ. ἀντὶ πλύελος, ἐκ τῆς √ΠΛΥ, πλύνω. [ῡ Ἐπικ., ῠ Ἀττικ.].
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ) :
1 auge, mangeoire;
2 baignoire.
Étymologie: par dissimil. p. *πλύελος, de la R. Πλυ, laver ; cf. πλύνω.