φοινικίς

From LSJ
Revision as of 20:12, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φοινικίς Medium diacritics: φοινικίς Low diacritics: φοινικίς Capitals: ΦΟΙΝΙΚΙΣ
Transliteration A: phoinikís Transliteration B: phoinikis Transliteration C: foinikis Beta Code: foiniki/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ,

   A red or purple cloth, Ar.Pl.731,735; used for horses, X.Cyr.8.3.12.    2 red cloak, Ar.Ach.320 (troch.); φοινικίδ' ὀξεῖαν πάνυ a red cloak as bright as bright can be, Id.Pax 1173, cf. 1175 (both troch.): esp. the dark-red military cloak of the Lacedaemonians, Id.Lys.1140, X.Lac.11.3, Arist.Fr.542; also worn by Persians, X.Cyr.6.4.1, cf. φοινικιστής 11; by Macedonians, Plu. Aem.18, etc.; distd. from πορφυρίς, X.Cyr.8.3.3.    3 red curtain or carpet, Aeschin.3.76 (pl.).    4 red flag hung out as the signal for action, Plb.2.66.11, D.S.13.77, etc.; generally, red banner, φοινικίδας ἀνασείειν, a form in solemn curses or excommunications, Lys.6.51.    5 ornamental palm-tree, Inscr. Délos314B137 (iii B. C.).

German (Pape)

[Seite 1295] ίδος, ἡ, 1) purpurrothes, übh. roth gefärbtes Tuch, Kleid; φοινικίδας ἀνέσεισαν Lys. 6, 51, dies thaten die Priester beim Ausspruche eines Fluches über Einen; Decke, rother Vorhang, Aesch. 3, 76. – 2) auf den Schiffen eine rothe Flagge, mit der der Admiral das Zeichen zum Angriffe gab, übh. rothe Fahne, Pol. 2, 66, 11 D. Sic. 14, 26. – 3) das dunkelrothe Kriegskleid der Lacedämonier, Xen. Lac. 11, 3 Pl ut. Lycurg. 27 Schol. Ar. Ach. 320 Ael. V. H. 6, 6. – 4) eine rothe Tafel unter hochhangenden Gemälden, um den Gegenstand derselben anzuzeigen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

φοινῑκίς: -ίδος, ἡ, (φοῖνιξ) ἐρυθρὸν ἢ πορφυροῦν ὕφασμα, Ἀριστοφ. Πλ. 731. 735· ἐν χρήσει ὡς κάλυμμα τῶν ἵππων, Ξεν. Κύρ. Παιδ. 8. 3, 12. 2) ἐρυθρὸν ἱμάτιον, Λατ. punicea vestis, καταξαίνειν τὸν ἄνδρα τοῦτον ἐς φοινικίδα, «λίθοις αὐτὸν αἱμάσσειν ὥστε φοινικοῦν αὐτῷ ποιῆσαι τὸ σῶμα» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Ἀχ. 320· φοινικίδ’ ὀξεῖαν πάνυ, κόκκινον φόρεμα ὡς οἷόν τε λαμπρόν, ὁ αὐτ. ἐν Εἰρ. 1173, πρβλ. 1175· μάλιστα δὲ τὸ βαθέος ἐρυθροῦ χρώματος στρατιωτικὸν ἱμάτιον τῶν Λακεδαιμονίων, ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 1140, Ἀριστ. Ἀποσπ. 499· ἴδε Σχόλ. ἐν τόπῳ, Schneid. Ξεν. Λακ. Πολ. 11. 3, Θωμ. Μάγ. σ. 899· ― ὅμοιον ἐπανωφόριον ἐφόρουν οἱ Πέρσαι, Schneid. εἰς Ξεν. Κύρ. Παιδ. 6. 4, 1, πρβλ. τὸ ἑπόμ.· ὡσαύτως οἱ Ρωμαῖοι, Πλουτ. Αἰμίλ. 18, κλπ.· διεστέλλετο δὲ τοῦτο ἀπὸ τῆς πορφυρίδος, Ξεν. Κύρ. Παιδ. 8. 3, 3. 3) ἐρυθρὸν παραπέτασματάπης, Αἰσχίνης 64. 27. 4) ἐρυθρὰ σημαία, δι’ ἧς ἐδηλοῦτο ἡ διαταγὴ πρὸς ἔναρξιν τῆς μάχης, Πολύβ. 2. 66, 11, Διόδ. 13. 17, κλπ. ― καθόλου, ἐρυθρὰ σημαία, φοινικίδα ἀνασείειν, ὅπερ ἐγίνετο ἐπὶ καταρῶν ἢ ἀφορισμῶν ἀπὸ τῆς κοινωνίας, Λυσίας 107. 50. 5) ἐρυθρὸν πινάκιον ὑπὸ εἰκόνας ὑψηλὰ ἀναρτημένας, δηλοῦν τὴν σημασίαν τῆς παραστάσεως, Ἰω. Χρυσ. εἰς τοὺς Ψαλμ. 50, σ. 692, καὶ ἐν Ὁμιλ. 71, τ. 6, σ. 725.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
étoffe d’un rouge écarlate (couverture de cheval, vêtement de guerre, tapis, bannière, etc.).
Étymologie: φοῖνιξ¹.