χαροπός

From LSJ
Revision as of 20:12, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 449
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χᾰροπός Medium diacritics: χαροπός Low diacritics: χαροπός Capitals: ΧΑΡΟΠΟΣ
Transliteration A: charopós Transliteration B: charopos Transliteration C: charopos Beta Code: xaropo/s

English (LSJ)

ή, όν, also ός, όν Arat.1152, epith. of dub. sense, perh.

   A fierce, λέοντες Od.11.611, h.Merc.569, IG42(1).131.12 (Epid.); λέων Hes.Th.321; κύνες h.Merc.194; κύνα, of Hecuba, Lyr.Adesp. 101; θῆρες S.Ph.1146 (lyr.); χαροποῖσι πιθήκοις (παρὰ προσδοκίαν for λέουσι, in an oracle alluding to the Spartans) Ar.Pax1065 (hex.); of serpents, AP10.22 (Bianor); grim, Ἄρης IG9(1).868.1 (Corc., vii/vi B. C., nisi leg. Χάροπος, gen. of Χάροψ) ; γένεια, of bears, Nonn.D.5.363; κεραῖαι, of a bull, ib.40.52; γενειάδες, of dogs, ib.307. Adv. -πῶς Sch.Opp.C.3.510.    2 of eyes, flashing, bright, βλέποντος χαροποῖς τοῖς ὀφθαλμοῖς ὑπὸ τὴν κόρυν οἷον οἱ λέοντες ἐν ἀναβολῇ τοῦ ὁρμῆσαι Philostr.Her.12a.1; τὸ χ. αὐτοῦ καὶ γοργόν Id.Im.1.23; χ. βλέμματος ἀστεροπαί AP5.152 (Asclep.), cf. 155 (Mel.); ὄμματά μοι γλαυκᾶς χαροπώτερα πολλὸν Ἀθάνας Theoc.20.25; ὄμμα χ., typical of a brave man, Arist.Phgn.807b1; of persons, flashing-eyed, φοβερὰ καὶ χαροπὴ καὶ δεινῶς ἀνδρική (sc. ἡ Ἀθηνᾶ) Luc.DDeor.19.1: neut. as Adv., χαροπὸν βλέπειν Philostr.Im.1.28; χαροπὸν στράπτουσιν ὀπωπαί (of the hare) Opp.C.3.510 (regul. Adv. -πῶς Sch. ad loc.).    b glassy, glazed, dull, of the eyes of winedrinkers, Al.Ge.49.12 (χαροποιοὶ . . ὑπὲρ οἶνον, v.l. ἀπὸ οἴνου, LXX l.c., s. v.l.), Sm.Pr.23.29 (πελιοὶ LXX l.c.).    3 of one of the chief eye-colours in men and animals, perh. bluish-grey, distd. fr. μέλας, γλαυκός, and αἰγωπός, Arist.HA492a3, GA779b14; τὰ χ. ἢ μέλανα ὄμματα Luc.DMort.1.3; of persons, bluish-grey-eyed PPetr.1p.54, al. (iii B. C.), Theoc.12.35, cf. Philostr.Im.2.5, al.; of horses, Opp.C.1.310, 4.113; of dogs, X.Cyn.3.3, Arr.Cyn.5.1 (prob.), Gp.19.2.1; of rams, ib.18.1.3; of παρδάλεις, Eust. 1703.29; opp. μελανόφθαλμος, S.E.M.7.198; persons with this eyecolour are φθινώδεες acc. to Hp.Epid.3.14 (where Gal.17(1).726 thinks Hp. ought to have mentioned a different colour, γλαυκός). Adv. Comp. -ώτερον, μελαίνεσθαι (of the eyes) Hld.2.35.    4 of the sea, bluish-grey, grey, χαροποῖο θαλάσσης Orph.Fr.245.21, cf. A.272, [S.] Fr.1126.3, AP12.53 (Mel.), 9.36 (Secund.), Anacreont. 53.30, Nonn.D.4.187, al.; of the dawn, χ. ἠώς A.R.1.1280; of the moon, Arat.1152, Q.S.10.337; πρὸς ἕω λαμβάνει [ἡ σελήνη] χρόαν κυανοειδῆ καὶ χαροπήν Plu.2.934d; of certain stars, χ. καὶ ἀναλδέες εἱλίσσονται Arat.394, cf. 594.    5 metaph., grey, ὑπὸ σὸν (sc. τῆς Νεμέσεως) τροχὸν ἄστατον ἀστιβῆ χαροπὰ μερόπων στρέφεται Τύχα Mesom.Nem.8.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰροπός: -ή, -όν, ὡσαύτως ός, όν, Ἄρατ. 1152· (χαρά, ὤψ)· - ὁ ἔχων ὀφθαλμοὺς πλήρεις χαρᾶς· ἐντεῦθεν, ὁ ἔχων ἀπαστράπτοντας ὀφθαλμούς, χαροποὶ λέοντες Ὀδ. Λ. 614, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 569, Ἡσ. Θεογ. 321, κλπ.· οὕτως ἐπὶ τοῦ Αἴαντος, βλέποντος χαροποῖς τοῖς ὀφθαλμοῖς ὑπὸ τὴν κόρυν, οἵον οἱ λέοντες ἐν ἀναβολῇ τοῦ ὁρμῆσαι Φιλόστρ. 718 (ἴδε χάρων 1)· κύνες Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 194· θῆρες Σοφ. Φιλ. 1146· ἐπὶ τῶν ὀφθαλμῶν τῆς Ἀθηνᾶς, Θεόκρ. 20. 24, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 19. 1· ἐπὶ πιθήκων (ἔνθα νοοῦνται οἱ Σπαρτιᾶται), Ἀριστοφ. Εἰρ. 1065· ἐπὶ ὅφεων, Ἀνθ. Παλατ. 10. 22· χ. βλέπειν ὁ αὐτ. 805. - Ἡ λέξις ἐν ἀρχῆ δὲν ἐσήμαινεν ὡρισμένον τι χρῶμα ἀλλ’ ἐδήλου τὴν ἀπαστράπτουσαν λάμψιν τῶν ὀφθαλμῶν τῶν ἀρπακτικῶν ζῴων· - ὕστερον ὅμως ἐσήμαινε χρῶμα ἀνοικτὸν κυανοῦν ἢ ὑπόφαιον, σχεδὸν ὠς τὸ γλαυκός, πρὸς τὸ ὁποῖον καὶ ταυτίζεται παρ’ Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ γ΄ 1090· τὸ αὐτὸ δὲ συνάγεται καὶ ἐκ τῆς χρήσεως τοῦ ἐπιθέτου τούτου ἐπὶ τῆς Ἀθηνᾶς (ἴδε ἀνωτ.), καὶ μάλιστα ἐπὶ τοῦ στίχου, ὄμματά μοι γλαυκᾶς χαροπώτερα πολλόν Ἀθάνας Θεόκρ. 20. 25· οὕτω καὶ ἐπὶ τῶν Γερμανῶν, ἴδε χαροπότης. Ἀλλὰ διαστέλλεται τοῦ γλαυκὸς ὐπὸ τοῦ Ἀριστ. ἐν τῷ π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1, 10, 1, π. Ζ. Γεν. 5. 1, 20. - Μεταγενέστεροι ποιηταὶ ἑπόμενοι τῇ κατ’ ἐτυμολογίαν σημασίᾳ τῆς λέξεως ποιοῦνται χρῆσιν αὐτῆς ἐπὶ τῶν ἐχόντων φλογεροὺς ὀφθαλμοὺς νέων, ἀκτινοβολῶν ἐκ χαρᾶς, φαιδρός, ἀπαστράπτων, «μὲ χαρούμενα μάτια», Θεόκρ. 12, 35· ἐπὶ τῆς λάμψεως τῶν βλεμμάτων, χαροπαὶ .. βλέμματος ἀστεροπαὶ Ἀνθ. Παλατ. 5, 153, 156· οὕτω χ. ἠώς, χ. σελήνη, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1280, Κόϊντ. Σμυρ. 10. 337· ἐν ᾧ ἕτεροι ποιοῦνται χρῆσιν τῆς λέξ. μόνον ἐπὶ χρῶματος, μάλιστα τῆς θαλάσσης, Ἀνθ. Παλατ. 12. 53, πρβλ. 9. 36, Ὀρφ. Ἀργον. 260, Ἀνακρεόντ. 57. 11· οὕτω, χαροπώτερον μελαίνεσθαι, ἐπὶ τῶν ὀφθαλμῶν, Ἠλιόδ. 2. 36. Ἴδε Lucas Qu. Lexil. § 24 κἑξ.

French (Bailly abrégé)

[ᾰ] ή, όν,
au regard brillant, d’où :
   1. aux yeux clairs ou brillants, ép. de certains animaux (lions OD. 11.611, h.Merc. 569, h.Ven. 70; HÉS. Th. 321, etc. ; chiens h.Merc. 194 ; ironiq. singes AR. Pax 1030; animaux sauvages en général, SOPH. Phil. 1146); p. suite (comme les yeux clairs par excellence sont les yeux gris ou bleu) d’un bleu gris ou clair, d’une teinte azurée, ép. de la mer, SOPH. (CLÉM. 634, 8); ANACR. 57, 14; ORPH. Arg. 260; OPP. H. 4,312; Anth. 5,134; 9, 36, 643; 12, 53; distinct de γλαυκός (bleu vert, verdâtre) ARSTT. HA 1, 10;
   2. joyeux, heureux, MÉSOMÈD. fr. 1.8;
Comp. -ώτερος, THCR. 20, 25, Sup. -ώτατος ARR. Cyn. 5.1.
Étymologie: χαίρω, ὤψ.