γηράσκω

From LSJ
Revision as of 15:24, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

ὦ παῖδες Ἑλλήνων ἴτε ἐλευθεροῦτε πατρίδ', ἐλευθεροῦτε δὲ παῖδας, γυναῖκας, θεῶν τέ πατρῴων ἕδη, θήκας τε προγόνων: νῦν ὑπὲρ πάντων ἀγών. → O children of the Greeks, go, free your homeland, free also your children, your wives, the temples of your fathers' gods, and the tombs of your ancestors: now the struggle is for all things.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γηράσκω Medium diacritics: γηράσκω Low diacritics: γηράσκω Capitals: ΓΗΡΑΣΚΩ
Transliteration A: gēráskō Transliteration B: gēraskō Transliteration C: girasko Beta Code: ghra/skw

English (LSJ)

fut. γηράσομαι [ᾱ] Critias 1.5 (and in compds., ἐγ-, κατα-, συγ-, Th.6.18, Ar.Eq.1308, E.Fr.1058);

   A γηράσω Pl.R.393e: poet. inf. γηρᾱσέμεν Simon.85.9: aor. ἐγήρᾱσα (κατ-) Hdt.2.146, Pl.Tht.202d (also causal, cf. infr. 11): acc. fem. part. γηράσασαν (v.l. γηρᾶσαν) Hdt.7.114: pf. γεγήρᾱκα S.OC727, etc.:—also γηράω X. Cyr.4.1.15, Arist.EN1135b2, Men.481.14, Plu.2.911b, part. γηρῶν Epict.Fr.3: aor. 2 (as if from γήρημι or γήρᾱμι) ἐγήρα Il.7.148, 17.197, Od.14.67, (κατ-) Hdt.6.72; inf. γηράναι [ᾰ] A.Ch.908 (cum Sch.), S.OC870 (so EM230.53, but γηρᾶναι Moer.115), part. γηράς Il.17.197, dat. pl. γηράντεσσι Hes.Op.188, gen. pl. <ὑπερ-> γηράντων dub. in Ael.NA7.17; also γηρείς, έντος, Xenoph.9:—Med., γηράσκομαι Hes.Fr.171:—Pass., (ὑπερ-) γηραθείς Ps.-Callisth.1.25:—grow old, and in aor. and pf., to be so, κηρύσσων γήρασκε grew old in his office of herald, Il.17.325, cf. 2.663, etc.; of things, ὄγχνη ἐπ' ὄγχνῃ γ. Od.7.120; χρόνος γηράσκων A.Pr.981; πάλιν γὰρ αὖθις παῖς ὁ γ. ἀνήρ S.Fr.487; μετὰ τὴν δόσιν γ. χάρις Men.Mon.347; τὸ τῆσδε χώρας οὐ γεγήρακε σθένος S.OC727: c. acc. cogn., βίον τοιοῦτον γηράναι ib.870:—so in Med., Hes.Fr.171.    II causal in aor. 1 ἐγήρᾱσα, bring to old age, ἐγήρασάν με τροφῇ A.Supp.894; γηράσας πόδα (but perh. acc. cogn.) AP6.94 (Phil.). (Akin to γέρων, γῆρας.)

Greek (Liddell-Scott)

γηράσκω: Ὄμ., Ἡρόδ., Ἀττ.· μέλλ. γηράσομαι [ᾱ], Κριτίας 7. 5 (καὶ ἐν συνθέτ. ἐγ-, κατα-, συγ-, Θουκ. 6. 18, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1308, Εὐρ. Ἀποσπ. 1044)· ἀλλὰ γηράσω Σιμων. 85. 9, Πλάτ. Πολιτ. 393Ε· ἀόρ ἐγήρᾱσα Ἡρόδ. 7. 114, (κατ-) ὁ αὐτ. 2. 146, Πλάτ. Θεαιτ. 202D (ἴδε κατωτ. ΙΙ)· πρκμ. γεγήρᾱκα Σοφ. Ο. Κ. 727, Εὐρ. Ἴωνι 1392·- εὕρηται ὡσαύτως ἐνεστὼς γηράω (Ξεν. Κύρ. 4. 1, 15, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 8, 3, Μένανδρ. Ὑποβ. 2. 14, Μονοστ. 283, 608, Πλούτ. 2. 911Β, πρβλ. καταγηράω)· ἀπαντῶσι δὲ καὶ τινες τύποι ἀορ. β', ὡς εἰ ἐξ ἐνεστ., γήρημι ἢ γήρᾱμι, ἤτοι ἐγήρα Ἰλ. Η. 148, Ρ. 197, Ὀδ. Ξ. 67, (κατ-) Ἡρόδ. 6. 72· ἀπαρ. γηράναι [ᾰ] Αἰσχύλ. Χο. 908, Σοφ. Ο. Κ. 870 (ἔνθα τινὲς γράφουσι γηρᾶναι, ὡς εἰ ἐξ ἀορ. α' ἐγήρᾱνα, ἀλλ' ἴδε Ε. Μ. 250. 53, Θωμ. Μ. 192· μετοχ. γηρὰς Ἰλ. Ρ. 197 (πρβλ. ἀπογηράσκω), δοτ. πληθ. γηράντεσσι Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 188· (πρβλ. τὰς μετοχ. τοῦ ἀορ. ἀποκλάς, βροντάς, γελάς, ἀντὶ ἀποκλάσας, κτλ.)· ἕτερος σπάνιος τύπος τῆς μετοχῆς εἶναι γηρείς, ἐντος, Ξενοφάν. (8) ἐν τῷ Ε. Μ. (γῆρας, γέρων). Γίνομαι γέρων καὶ ἀδύνατος, καὶ ἐν τῷ ἀορ. καὶ πρκμ. εἶμαι τοιοῦτος, κηρύσσων γήρασκε, εἰσήρχετο εἰς τὸ γῆρας, ἐγίνετο γέρων ἐν τῇ ἐξασκήσει τοῦ ὑπουργήματος αὑτοῦ ὡς κήρυκος, Ἰλ. Ρ. 325, πρβλ.Β. 663,ΚΤΛ.˙ ἐπὶ πραγμάτων ,ὄγχνη ἐπ᾿ ὄγχνῃ γ. Ὀδ. Η. 120· χρόνος γηράσκων Αἰσχύλ. Πρ. 981· πάλιν γὰρ αὖθις παῖς ὁ γ. ἀνὴρ Σοφ. Ἀποσπ. 434· μετὰ τὴν δόσιν γ. χάρις Μένανδ. Μονοστ. 347· μετὰ συστοίχ. αἰτιατ., βίον τοιῦτον γηράναι Σοφ. Ο. Κ. 870·- οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Ἡσ. παρὰ Πλουτ. 2. 415C. ΙΙ. μεταβατ. ἐν τῷ ἀορ. α' ἐγήρᾱσα, ἔφερα εἰς τὸ γῆρας, ἔκαμα νὰ γηράσῃ τις, ἐγήρασάν με τροφῇ Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 894· γηράσας πόδα Ἀνθ. II. 6. 94.

French (Bailly abrégé)

seul. prés., impf. et ao.2 inf. γηράναι et part. γηράς;
vieillir ; en parl. de fruits mûrir.
Étymologie: γῆρας.

English (Autenrieth)

aor. 2 ἐγήρᾶ, part. γηράς: grow old; of fruit, ‘ripen,’ Od. 7.120.