ἑκών

From LSJ
Revision as of 15:26, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

Ξένῳ μάλιστα συμφέρει τὸ σωφρονεῖν → Bene se modeste gerere peregrinum decet → Den größten Nutzen bringt dem Gast Bescheidenheit

Menander, Monostichoi, 392
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑκών Medium diacritics: ἑκών Low diacritics: εκών Capitals: ΕΚΩΝ
Transliteration A: hekṓn Transliteration B: hekōn Transliteration C: ekon Beta Code: e(kw/n

English (LSJ)

ἑκοῦσα, ἑκόν: (

   A ϝέκ- IG9(1).334.12 (Locr.), GDI5131b (Crete), cf. γεκαθά; cf. Skt. váśmi 'wish'):—readily, Od.4.649, etc.; freq. contrasted with ἄκων, ἑ. ἀέκοντί γε θυμῷ Il.4.43; οὐ γάρ τίς με βίῃ γε ἑ. ἀέκοντα δίηται 7.197; ἑκόνθ' ἑκόντι Ζηνὶ συμπαραστατεῖν A.Pr.220; πάρειμι δ' ἄκων οὐχ ἑκοῦσιν S.Ant.276; ἑκόντα μήτ' ἄκοντα Id.Ph.771; βίᾳ τε κοὐχ ἑκών Id.OC935; ἑ. παρ' ἑκόντος λαμβάνειν, i.e. by mutual consent, D.21.44; τὴν φύσιν ἑκοῦσαν καὶ οὐ παθοῦσαν τὰ δέοντα ποιεῖν Gal.19.171.    2 wittingly, purposely, ἑκὼν δ' ἡμάρτανε φωτός Il.10.372, etc.; σφόδρ' ἑκὼν . . ἀγνοεῖν προσποιούμενος D.29.13.    3 in Att. Prose (cf. Phryn.241), ἑ. εἶναι as far as depends on one's will, as far as concerns one, with a neg., Hdt. 7.104, 8.116, Pl.Ap.37a, al.; also in oblique cases, ὑπὸ σοῦ ἑκόντος εἶναι Id.Grg.499c; or in a sentence implying a neg., θαυμάζοιμεν ἂν εἰ . . τις ἑκὼν εἶναι (fort. delendum) . . ἀφικνεῖται; Id.Lg.646b: once affirm., ἑκὼν εἶναι . . οἴχετο Hdt.7.164.    II rarely of things, κακὰ ἑ. κοὐκ ἄκοντα S.OT1230.    III for Adv. see ἑκοντήν, ἑκοντί: regul. Adv. ἑκόντως is dub. in Aristid.2.187, 226J.

German (Pape)

[Seite 788] οῦσα, όν, gen. όντος (ἕκητι), freiwillig, aus eigenem Antriebe, gern; ἑκὼν μεθιεῖς τε καὶ οὐκ ἐθέλεις Il. 6, 523; ἑκὼν δ' ἡμάρτανε φωτός 10, 372; Aesch. Prom. 266 u. sonst; διδόναι Soph. Phil. 1325; βίᾳ τε κοὐχ ἑκών O. C. 939; von Sachen, O. R. 1230; οἳ ἑκόντες κακὰ ποιοῦσιν Plat. Prot. 345 d; oft im Ggstz von ἄκων; ἠνάγκασεν ἡμᾶς οὐχ ἑκόντας ὁμολογεῖν, wider unsern Willen, Soph. 240 c. Oft mit εἶναι, s. εἰμί, – Ἐμοῦ μὲν οὐχ ἑκόντος, wider meinen Willen, Soph. Ai. 450; οὐκ ἐμοῦ γ' ἑκόντος Eur. I. A. 1361; ἐξ ἑκόντων Pol. 5, 66, 6.

Greek (Liddell-Scott)

ἑκών: ἑκοῦσα, ἑκόν: (ἴδε ἐν λ. ἕκηλος): - ἑκουσίως, θεληματικῶς, προθύμως, Ὁμ. κλ., συχνάκις μετ’ ἀντιθέσεως, καὶ γὰρ ἐγὼ σοὶ δῶκα ἑκὼν ἀέκοντί γε θυμῷ, «ἐπεὶ κἀγὼ ἐθελοντὴς παρεχώρησα, μήπω θελησάσης μου τῆς ψυχῆς» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Δ. 43˙ οὐ γάρ τίς με βίῃ γε ἑκὼν ἀέκοντα δίηται, «οὐδεὶς γάρ με ἰσχύι ἑκὼν ἄκοντα διώξει» (Θ. Γαζῆς), Η. 197˙ ἑκόνθ’ ἑκόντι συμπαραστατεῖν Αἰσχύλ. Πρ. 218˙ πάρειμι δ’ ἄκων οὐχ ἑκοῦσιν Σοφ. Ἀντ. 276˙ ἑκόντα μήτ’ ἄκοντα ὁ αὐτ. Φ. 771˙ βίᾳ τε κοὐχ ἑκὼν ὁ αὐτ. Ο. Κ. 935˙ ἑκὼν παρ’ ἑκόντος λαμβάνειν, δηλ. κατ’ ἀμοιβαίαν συναίνεσιν, Δημ. 528. 15. 2) ἐπίτηδες, ἐξεπίτηδες, ἑκὼν δ’ ἡμάρτανε φωτός, «ἐθελουσίως δὲ ἀπέτυχε τοῦ ἀνδρὸς» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Κ. 372, καὶ Ἀττ.˙ σφόδρ’ ἑκὼν... ἀγνοεῖν προσποιούμενος Δημ. 848. 15. 3) παρὰ πεζογράφοις, ἑκὼν εἶναιἑκών, ὅσον ἐξαρτᾶται ἐξ ἐμοῦ, ὅσον δι’ ἐμέ, τὸ πλεῖστον μετ’ ἀρνητικοῦ, ὡς ἐν Ἡρόδ. 7. 104., 8. 116, Πλάτ. Ἀπολ. 37Α, κ. ἀλλ.˙ ἢ ἐν προτάσει ἐνσημαινούσῃ ἄρνησιν, ὡς, θαυμάζοιμεν ἄν, εἰ... τις ἑκών... ἀφικνεῖται ὁ αὐτ. Πολ. 646Β. πολὺ σπανίως βεβαιωτ., ἑκών τε εἶναι... οἴχετο ἐς Σικελίην Ἡρόδ. 7. 64. ΙΙ. σπανίως ὡς τὸ ἑκούσιος, ἐπὶ πραγμάτων, ἴδε ἀέκων ΙΙ.

French (Bailly abrégé)

οῦσα, όν ; gén. -όντος, -ούσης, -όντος;
1 qui agit de son plein gré, spontanément ; ἑκὼν εἶναι, m. sign. ; en parl. de choses de soi-même;
2 qui consent, (d’ord. avec une nég.) οὐχ ἑκών qui fait qch non volontairement, malgré soi : βίᾳ τε κοὐχ ἑκών SOPH de force et malgré moi ; ἐμοῦ μὲν οὐκ ἑκόντος SOPH malgré moi.
Étymologie: pour Ϝεκών, de la R. Ϝεκ, vouloir bien ; cf. lat. invitus, p. *in-vic-tus.

English (Autenrieth)

(ϝεκ.): willingly, intentionally, of one's own will; ἑκὼν ἀέκοντί γε θῦμῷ, i. e. not by compulsion, and yet reluctantly, Il. 4.43 ; ἑκὼν δ' οὐκ ἄν τις ἕλοιτο (δῶρα θεῶν), i. e. they cannot be got otherwise than from the gift of the gods, Il. 3.66.